Εξι χιλιόμετρα από το εργοστάσιο σιδηρονικελίου στη Λάρυμνα, σε μια γη όπου ο άνεμος πουδράρει με κοκκινόχωμα δρόμους, τοίχους και περβάζια, αναπνέει ένας οικισμός που κινδυνεύει να σβηστεί από τον χάρτη. Στο Νέο Κόκκινο Βοιωτίας ζουν μόνο εργαζόμενοι της βιομηχανίας ΛΑΡΚΟ. Τις τελευταίες εβδομάδες περιφέρουν στα πρόσωπά τους την αγωνία για το μέλλον της επιχείρησης. Τα σενάρια για λουκέτο, απολύσεις, μείωση προσωπικού ή ιδιωτικοποίηση πυροδοτούσαν μέχρι πρόσφατα σχέδια για κινητοποιήσεις. Μέχρι τότε οι εργάτες συνεχίζουν να πηγαίνουν στη δουλειά, όπως και οι γυναίκες τους επιμένουν να ξεπλένουν τις αυλές αγνοώντας το φύσημα του ανέμου.
Κάποτε η εικόνα αυτού του οικισμού δεν ταυτιζόταν με την ονομασία του. Η εταιρεία πλήρωνε τρεις καθαρίστριες για να τον κρατούν περιποιημένο. Ολα τα κτίρια, από τις σοβιετικού τύπου πολυκατοικίες μέχρι τα χαμόσπιτα με τα μποστάνια που ανεγέρθηκαν από την Εργατική Εστία, ήταν ασβεστωμένα. Ησουν προνομιούχος εάν έμενες εκεί. Το νερό και το ρεύμα είναι ακόμη δωρεάν και το νοίκι συμβολικό (περίπου στα 90 λεπτά τον μήνα σήμερα!), για να μη διεκδικήσει κάποιος χρησικτησία.
Με τα χρόνια όμως ο πληθυσμός του περιορίστηκε. Τις συνταξιοδοτήσεις ακολούθησαν λίγες προσλήψεις. Νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο έκλεισαν. Το αστυνομικό τμήμα άδειασε. Τρεις ταβέρνες έβαλαν λουκέτο. Το λεωφορείο που μίσθωνε η εταιρεία για να στέλνει τα παιδιά των εργαζομένων στη θάλασσα έκοψε τα δρομολόγια. Και ο κινηματογράφος όπου γίνονταν προβολές τρεις φορές την εβδομάδα χρησιμοποιείται τελευταία για εκδηλώσεις των συνδικαλιστικών σωματείων.
Πλάι στα ερειπωμένα σπίτια και σε λιγοστά όπου παραμένουν καταχρηστικά συνταξιούχοι της εταιρείας χωρίς να το δικαιούνται υπάρχουν και κάποια που γεμίζουν και πάλι. Ο φρεσκοπαντρεμένος εργαζόμενος Μιχάλης Ντελής μετακόμισε εκεί με τη σύζυγό του Αναστασία, η οποία δεν έβρισκε μεροκάματα στην Αθήνα. Στο γειτονικό τους σπίτι θα μπει άλλος ένας εργαζόμενος με τη γυναίκα του που ζούσαν μέχρι τώρα μαζί με αδέλφια, ανίψια και πεθερικά κάτω από την ίδια στέγη. Οσοι απέμειναν και όσοι ήρθαν στο Νέο Κόκκινο όμως, περίπου 40 εργαζόμενοι στη ΛΑΡΚΟ μαζί με τις οικογένειές τους, ανησυχούν μήπως κατέβει ο διακόπτης.
«Εάν κλείσει η εταιρεία θα κατεβάσουν και το ρεύμα και τελειώσαμε. Θα φύγουμε. Γιατί να κάτσουμε εδώ;» λέει ο Γιάννης Κατσαβριάς, ένας από τους δύο φύλακες που απέμειναν για τον οικισμό και τα γειτονικά επιφανειακά ορυχεία. Ενδεχόμενο κλείσιμο του εργοστασίου, όπως φέρεται να ζήτησε από την κυβέρνηση η τρόικα, δεν θα επηρεάσει μόνο το Νέο Κόκκινο. Οι μόνιμοι εργαζόμενοι στη ΛΑΡΚΟ φτάνουν τους 1.130, ενώ εκατοντάδες ακόμη απασχολούνται σε εργολάβους. Μαζί με αυτούς, οι εκπρόσωποι των σωματείων υπολογίζουν τους ΑΦΜ που εξαρτώνται από τη λειτουργία της βιομηχανίας σε 12.500 στην ευρύτερη περιοχή. Εκτιμούν ότι πιθανό λουκέτο θα επιβαρύνει δεκάδες μέρη, όπως τη Λάρυμνα, το Ακραίφνιο, την Αταλάντη, την Αλίαρτο, το Κάστρο, τον Ορχομενό, ακόμη και τη Λιβαδειά. Τα πιο άμεσα σημάδια όμως θα φανούν στο Νέο Κόκκινο, όπου η ΛΑΡΚΟ είναι ο μοναδικός εργοδότης.
Ο οικισμός του εργοστασίου φτιάχτηκε στις αρχές του 1970, όταν η βιομηχανία ανήκε στην οικογένεια Μποδοσάκη. Σκοπός της ανέγερσής του ήταν να βρίσκονται κοντά στα καμίνια οι εργάτες για να τους καλούν σε περίπτωση ανάγκης. Τα πρώτα χρόνια όμως οι ντόπιοι δεν ήθελαν να απασχοληθούν εκεί. Τα σπίτια στο Νέο Κόκκινο γέμισαν κυρίως με εργάτες που μετοίκησαν εκεί από τα Πομακοχώρια της Θράκης και από χωριά της Μακεδονίας. Πρώτα έσκαβαν για νικέλιο με τσάπες και φτυάρια σε γαλαρίες. Εδώ και χρόνια τρώνε με εκσκαφείς τις πλαγιές ανοίγοντας μεγάλους κρατήρες. Το 1989, μετά από εκκαθάριση, μέτοχοι στη ΛΑΡΚΟ έγιναν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η ΔΕΗ και ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Η αποβιομηχάνιση της Θήβας με το κλείσιμο και της Ιζόλα μετέτρεψε τη ΛΑΡΚΟ σε βασικό χρηματοδότη της περιοχής. Σταδιακά αναπτύχθηκαν δεσμοί εξάρτησης με την τοπική κοινωνία. Και κατά καιρούς πολιτικές σκοπιμότητες καθορίζουν και τις προσλήψεις.
Σήμερα η προσφορά για μεροκάματα δεν έχει σβήσει. Υπάρχουν νέοι που δέχονται να αναλάβουν το πόστο του απομεταλλωτή με βασικό μισθό 700 ευρώ (μαζί με νυχτερινά και αργίες ενδεχομένως να φτάνει τα 1.000 ευρώ τον μήνα). Είναι η πιο βαριά και επικίνδυνη δουλειά στο εργοστάσιο. Φορώντας ασημένιες πυρίμαχες στολές δύο εργάτες προσπαθούν να εκπορθήσουν την ηλεκτροκάμινο. Με σωλήνες οξυγόνου και εναλλάξ κινήσεις επιχειρούν να ανοίξουν μια οπή μέχρι την καρδιά της καμίνου, εκεί όπου η θερμοκρασία αγγίζει τους 1.500 βαθμούς Κελσίου. Οταν τα καταφέρνουν, η οπή «φτύνει» ρευστό μέταλλο. Σπινθήρες πετάγονται ολόγυρά σου. «Πας για δουλειά και κάνεις τον σταυρό σου. Εχω τύχει μπροστά σε δύο ατυχήματα. Θέλω όμως να κρατήσω τη δουλειά. Δεν μπορώ να ζω στην αβεβαιότητα», λέει ο Κώστας Καλλής, εργαζόμενος στη ΛΑΡΚΟ.
«Εάν κλείσει η εταιρεία θα κατεβάσουν και το ρεύμα και τελειώσαμε. Θα φύγουμε. Γιατί να κάτσουμε εδώ;» λέει ο Γιάννης Κατσαβριάς, ένας από τους δύο φύλακες που απέμειναν για τον οικισμό και τα γειτονικά επιφανειακά ορυχεία. Ενδεχόμενο κλείσιμο του εργοστασίου, όπως φέρεται να ζήτησε από την κυβέρνηση η τρόικα, δεν θα επηρεάσει μόνο το Νέο Κόκκινο. Οι μόνιμοι εργαζόμενοι στη ΛΑΡΚΟ φτάνουν τους 1.130, ενώ εκατοντάδες ακόμη απασχολούνται σε εργολάβους. Μαζί με αυτούς, οι εκπρόσωποι των σωματείων υπολογίζουν τους ΑΦΜ που εξαρτώνται από τη λειτουργία της βιομηχανίας σε 12.500 στην ευρύτερη περιοχή. Εκτιμούν ότι πιθανό λουκέτο θα επιβαρύνει δεκάδες μέρη, όπως τη Λάρυμνα, το Ακραίφνιο, την Αταλάντη, την Αλίαρτο, το Κάστρο, τον Ορχομενό, ακόμη και τη Λιβαδειά. Τα πιο άμεσα σημάδια όμως θα φανούν στο Νέο Κόκκινο, όπου η ΛΑΡΚΟ είναι ο μοναδικός εργοδότης.
Ο οικισμός του εργοστασίου φτιάχτηκε στις αρχές του 1970, όταν η βιομηχανία ανήκε στην οικογένεια Μποδοσάκη. Σκοπός της ανέγερσής του ήταν να βρίσκονται κοντά στα καμίνια οι εργάτες για να τους καλούν σε περίπτωση ανάγκης. Τα πρώτα χρόνια όμως οι ντόπιοι δεν ήθελαν να απασχοληθούν εκεί. Τα σπίτια στο Νέο Κόκκινο γέμισαν κυρίως με εργάτες που μετοίκησαν εκεί από τα Πομακοχώρια της Θράκης και από χωριά της Μακεδονίας. Πρώτα έσκαβαν για νικέλιο με τσάπες και φτυάρια σε γαλαρίες. Εδώ και χρόνια τρώνε με εκσκαφείς τις πλαγιές ανοίγοντας μεγάλους κρατήρες. Το 1989, μετά από εκκαθάριση, μέτοχοι στη ΛΑΡΚΟ έγιναν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η ΔΕΗ και ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Η αποβιομηχάνιση της Θήβας με το κλείσιμο και της Ιζόλα μετέτρεψε τη ΛΑΡΚΟ σε βασικό χρηματοδότη της περιοχής. Σταδιακά αναπτύχθηκαν δεσμοί εξάρτησης με την τοπική κοινωνία. Και κατά καιρούς πολιτικές σκοπιμότητες καθορίζουν και τις προσλήψεις.
Σήμερα η προσφορά για μεροκάματα δεν έχει σβήσει. Υπάρχουν νέοι που δέχονται να αναλάβουν το πόστο του απομεταλλωτή με βασικό μισθό 700 ευρώ (μαζί με νυχτερινά και αργίες ενδεχομένως να φτάνει τα 1.000 ευρώ τον μήνα). Είναι η πιο βαριά και επικίνδυνη δουλειά στο εργοστάσιο. Φορώντας ασημένιες πυρίμαχες στολές δύο εργάτες προσπαθούν να εκπορθήσουν την ηλεκτροκάμινο. Με σωλήνες οξυγόνου και εναλλάξ κινήσεις επιχειρούν να ανοίξουν μια οπή μέχρι την καρδιά της καμίνου, εκεί όπου η θερμοκρασία αγγίζει τους 1.500 βαθμούς Κελσίου. Οταν τα καταφέρνουν, η οπή «φτύνει» ρευστό μέταλλο. Σπινθήρες πετάγονται ολόγυρά σου. «Πας για δουλειά και κάνεις τον σταυρό σου. Εχω τύχει μπροστά σε δύο ατυχήματα. Θέλω όμως να κρατήσω τη δουλειά. Δεν μπορώ να ζω στην αβεβαιότητα», λέει ο Κώστας Καλλής, εργαζόμενος στη ΛΑΡΚΟ.
«ΕΧΕΙ ΨΩΜΙ». Ο υπεύθυνος παραγωγής του εργοστασίου στη Λάρυμνα Γιώργος Βαλωμένος λέει ότι η μισθοδοσία αντιστοιχεί στο 10% του κόστους λειτουργίας της βιομηχανίας και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πλεονάζον προσωπικό. Οι κάτοικοι στο Νέο Κόκκινο λένε ότι παρά τις μισθολογικές περικοπές λόγω της αύξησης των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ, η ΛΑΡΚΟ συνεχίζει να «πληρώνει ζεστό χρήμα κάθε 13 και 23 του μήνα».
«Η εταιρεία έχει ψωμί. Δεν πιστεύω ότι θα κλείσει», λέει ο Μιχάλης Ντελής, εργαζόμενος 11 χρόνια στη βιομηχανία με μισθό 1.200 ευρώ. «Η δουλειά μας όμως δεν είναι αντίστοιχη κάποιου δημοσίου υπαλλήλου», προσθέτει και μετρά: «Τόσα χρόνια, έχω περάσει επτά Κυριακές του Πάσχα, έξι νύχτες Χριστουγέννων και έξι απογεύματα Πρωτοχρονιάς στο εργοστάσιο, μακριά από τους δικούς μου».
«Η εταιρεία έχει ψωμί. Δεν πιστεύω ότι θα κλείσει», λέει ο Μιχάλης Ντελής, εργαζόμενος 11 χρόνια στη βιομηχανία με μισθό 1.200 ευρώ. «Η δουλειά μας όμως δεν είναι αντίστοιχη κάποιου δημοσίου υπαλλήλου», προσθέτει και μετρά: «Τόσα χρόνια, έχω περάσει επτά Κυριακές του Πάσχα, έξι νύχτες Χριστουγέννων και έξι απογεύματα Πρωτοχρονιάς στο εργοστάσιο, μακριά από τους δικούς μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου