Μόνο ένας στους δέκα πολίτες πληρώνει πια με ευκολία τους λογαριασμούς για τη θέρμανση του σπιτιού του.
Μάλιστα, το διακόπτη των καλοριφέρ ανάβουν πολύ λιγότερο, ακόμη και εκείνοι που βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση, καθώς το 60% εξ αυτών αναφέρει ότι χρησιμοποιεί με φειδώ το σύστημα οικιακής κεντρικής θέρμανσης.
Ερευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών που εκπόνησε ο πρόεδρος του τμήματος Στατιστικής, καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς, αποκαλύπτει ότι το 62,4% του πληθυσμιακού δείγματος το οποίο μελετήθηκε πλήττεται από ενεργειακή φτώχεια.
Ενας όρος που φαίνεται ότι συμβολίζει τη βίαιη κοινωνική προσαρμογή που συντελείται στην Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στη βόρεια Ελλάδα σε τυχαίο δείγμα 814 ατόμων (ηλικίας από 18 ετών έως 60 ετών), εκ των οποίων το 65,4% είναι γυναίκες και το 34,6% άνδρες.
Δαπάνες
Τι εστί όμως ενεργειακή φτώχεια; «Οταν ένα ελληνικό νοικοκυριό δαπανά περισσότερο από το 10% του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματός του για τις δαπάνες των ενεργειακών αναγκών του, τότε λέμε ότι πλήττεται από ενεργειακή φτώχεια», εξηγεί ο κ. Πανάς.
Τρεις είναι οι παράγοντες, κατά τον καθηγητή, που προκαλούν την ενεργειακή φτώχεια και οδηγούν τα ελληνικά νοικοκυριά σε αδιέξοδο, υπό την έννοια ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο κόστος κατανάλωσης της ενέργειας: Το χαμηλό εισόδημα, οι υψηλές τιμές πετρελαίου, ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και, τέλος, η αναποτελεσματική ενεργειακή απόδοση των κτηρίων.
«Τα περισσότερα κτήρια της χώρας, από άποψη κατασκευής, περιφρόνησαν τη διάσταση του ενεργειακού σχεδιασμού. Σήμερα, με την οικονομική κρίση, αποδεικνύεται ότι η παράλειψη αυτή, που έγινε για λόγους αύξησης του κέρδους, αναδεικνύει το κόστος της κατανάλωσης ενέργειας», θα προσθέσει ο κ. Πανάς.
Το ότι η ενεργειακή φτώχεια συμβαδίζει με την οικονομική ανέχεια προκύπτει και από την ομολογία του 66,7% των ερωτηθέντων, που συγκαταλέγονται στον πυρήνα των ενεργειακά φτωχών, καθώς δήλωσαν ότι βρίσκονται σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Στο 62,4% που φαίνεται ότι πλήττεται από ενεργειακή φτώχεια δεν υπάγονται μόνο οι κοινωνικές ομάδες των συνήθων «υπόπτων», δηλαδή των ανέργων και των συνταξιούχων. Περισσότερο από το 10% του εισοδήματος δαπανά για θέρμανση και το 63,6% των πολιτών που δήλωσαν ότι βιοπορίζονται από το επιχειρείν. Βεβαίως, στην κορυφή της λίστας των ενεργειακά φτωχών είναι οι άνεργοι, ενώ ακολουθούν οι νοικοκυρές και οι αγρότες.
Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι η οικονομική δυσπραγία διαχέεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πεδίο που ξεφεύγει από «τα χαμηλά» της κοινωνικής πυραμίδας. Ακόμη και σε ποσοστό 60% τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως εύποροι (πολύ άνετη οικονομική κατάσταση) δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν λιγότερη θέρμανση από αυτή που πραγματικά έχουν ανάγκη. Οπως επίσης το 40% εξ αυτών δηλώνει ότι δύσκολα πληρώνει τους λογαριασμούς της οικίας. Ενα ποσοστό που εκτινάσσεται στο 78,6% γι' αυτούς που δηλώνουν ότι βρίσκονται σε απόλυτα δυσχερή οικονομική κατάσταση.
Κρυώνουν
Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων φαίνεται απόλυτα λογικό ότι το 75,1% απαντάει καταφατικά στην ερώτηση «αν έχουμε επιστρέψει σε εποχές που ο κόσμος θα κρυώνει και δεν θα έχει τη δυνατότητα να θερμάνει το σπίτι του». Μάλιστα, το εν λόγω ποσοστό αγγίζει σχεδόν το 97,1%, αν προστεθούν και εκείνοι οι οποίοι απλώς συμφωνούν, αλλά όχι μετ' επιτάσεως. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η πεποίθηση των περισσοτέρων ότι πάμε... ολοταχώς προς τα πίσω. Κυμαίνεται στα συντριπτικά ποσοστά του 92%, έως και 100%, σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές, επαγγελματικές ομάδες που ρωτήθηκαν (εργαζόμενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι κ.λπ.).
Οσον αφορά τις ρυθμίσεις της κυβέρνησης που αφορούν το επίδομα θέρμανσης, η συντριπτική πλειονότητα θεωρεί ότι δεν είναι σωστές. Εκείνοι, δε, που φαίνεται ότι διαφωνούν κάθετα, είναι οι αγρότες (87,5%), ακολουθούν οι άνεργοι (78%), αλλά και οι εργαζόμενοι (74,2%). Ενδιαφέρον αποτελεί και το γεγονός ότι εκείνοι που παρουσιάζονται επίσης απόλυτα αντίθετοι με το συγκεκριμένο μέτρο είναι οι πολίτες που δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση είναι πολύ άνετη, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και αυτοί που βρίσκονται στο άλλο άκρο, δηλαδή στην απόλυτη οικονομική ανέχεια.
Βάσει των παραπάνω ευρημάτων φαίνεται απόλυτα λογικό να απαντάει μόνο ένα 8,1% των ερωτηθέντων ότι είναι ικανοποιημένο από την κυβέρνηση, με ένα 0,63% να δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένο. Πλέον αρνητικοί εμφανίζονται οι άνεργοι και οι φοιτητές, με ποσοστά που ανέρχονται στο 82%, για προφανείς λόγους: αμφότερες οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες βρίσκονται μπροστά σε ένα δύσκολο παρόν και σε ένα ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον...
Στη συγκεκριμένη έρευνα γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στη σχέση ενεργειακής φτώχειας και αύξησης της μέσης ετήσιας θνησιμότητας (συντελεστής εποχικής μεταβλητότητας της θνησιμότητας), όπως ονομάζεται επί το επιστημονικότερον.
Ευρήματα
Ο καθηγητής παραπέμπει στην έρευνα του J.D. Healy (2003), η οποία περιλαμβάνει και τη χώρα μας. Αφορά βέβαια τη χρονική περίοδο 1988 - 1997, ωστόσο είναι ενδιαφέροντα τα ευρήματα και αρκούντως ανησυχητικά για το πόσο σήμερα ενδέχεται να έχουν επιδεινωθεί, καθώς βρισκόμαστε στη δίνη της κρίσης.
Κατά τους χειμερινούς μήνες, λοιπόν, ο δείκτης θνησιμότητας στη χώρα μας είναι 18% πιο υψηλός σε σχέση με τον ετήσιο μέσο όρο. Μάλιστα, εμφανίζεται κατά πολύ μεγαλύτερος από άλλες χώρες (Φινλανδία 10%, Γερμανία/Ολλανδία 11%, Σουηδία/Νορβηγία 12%), χώρες στις οποίες οι καιρικές συνθήκες είναι πολύ πιο δυσμενείς.
«Αραγε, πρέπει να αποδεχθούμε ότι ζούμε σε ιδιάζουσες μνημονιακές συνθήκες, οι οποίες υποβιβάζουν την ποιότητα της ζωής μας; Η οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα δεν πρέπει να μας αναγκάσει να αλλάξουμε τις απόψεις μας για την αξία της υγείας και της ζωής μας. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος, και μεγάλη πιθανότητα, να οδηγηθούμε σε γεγονότα που θα παίξουν ολέθριο ρόλο για την ελληνική κοινωνία», καταλήγει ο κ. Πανάς.
Αλλα στοιχεία της ταυτότητας του δείγματος:
* Το 58,5% των ανθρώπων που ρωτήθηκαν μένει σε διαμέρισμα, το 29,7% σε μονοκατοικία και το 5,4% σε μεζονέτα.
* Η συντριπτική πλειονότητα αφορά οικογένειες με παιδιά ή ηλικιωμένους, καθώς το 23,7% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι διαμένουν στην ίδια στέγη τρία άτομα, το 22,9% τέσσερα, το 10,8 περισσότερα από πέντε και το 26% δύο άτομα. Τέλος, σε ποσοστό 15% οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι ζουν μόνοι τους.
* Το δείγμα ανά επαγγελματική κατάσταση: συνταξιούχοι (40,9%), νοικοκυρές (16,5%), φοιτητές (3,4%), επιχειρηματίες (12,2%), αγρότες (2%), εργαζόμενοι (16,2%), μη εργαζόμενοι (2,7%).
(της Ντίνας Καράτζιου, Ελευθεροτυπία, 19/1/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου