Ο όρος Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων
που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1944 - Ιανουάριο 1945, ανάμεσα
στις δυνάμεις αριστερών οργανώσεων (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ) και τις Βρετανικές και
Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, από την
σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ηγέτης του
«Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος») έως τα
τάγματα ασφαλείας. Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944,
σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Κυβερνητικών και Αγγλικών
δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη
διαδήλωση του ΕΑΜ που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της
κυβερνησης εθνικής ενώσεως (1-12-1944) για τον αφοπλισμό όλων των
αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 28 διαδηλωτών και τον
τραυματισμό άλλων 148. Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε
διάγγελμα.Γενικά
Η βαθύτερη αιτία ήταν η διαμάχη ανάμεσα στις δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία της μεταπολεμικής Ελλάδας: Από τη μια το ΕΑΜ, το οποίο ελεγχόταν από το ΚΚΕ αλλά είχε ευρύτερη απήχηση, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα και τις τάξεις των διανοουμένων. Το ΕΑΜ, που είχε καταστεί ισχυρότατος πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός όντας η σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε σε πολλές περιοχές της χώρας de facto την εξουσία στα χέρια του μετά το τέλος του πολέμου και ήθελε να αποτρέψει την επάνοδο του βασιλιά καθώς και την τυχόν ανασύσταση δικτατορικού καθεστώτος όπως αυτό της μεταξικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά είχαν συνασπιστεί το σύνολο των αντικομμουνιστικών ένοπλων δυνάμεων, φιλελεύθεροι και φιλοβασιλικοί που, με την υποστήριξη των Βρετανών, επιζητούσαν την ένταξη της Ελλάδος στο πλευρό των χωρών της Δυτικής Ευρώπης.
Το ξεκίνημα της κρίσης
Η ταξιαρχία είχε λάβει μέρος στη μάχη του Ρίμινι. Στη διατήρηση ή διάλυση της, όπως και του ΕΛΑΣ, θα επικεντρωθεί η κρίση που θα οδηγήσει στη Δεκεμβριανή σύγκρουση]] Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ' ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ' ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Οι βάσεις πάνω στις οποίες κινούνταν η πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα, η οποία υπέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό Σκόμπυ.
Το σημείο που τελικά οδήγησε στην κρίση ήταν ο αφοπλισμός των αντάρτικων ομάδων. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να καθορίσει αποφασιστικά την κατανομή της εξουσίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Στις 5 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε, σε συμφωνία με το στρατηγό Σκόμπυ, ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβερνήσεως και του ΕΑΜ. Στις 27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε τη συμφωνία με τους εαμικούς υπουργούς Σβώλο, Τσιριμώκο, Ζεύγο για την αποστράτευση. Αντιδράσεις προκάλεσε όμως, κυρίως στους αδιάλλακτους εντός του ΕΑΜ, το τελεσίγραφο της κυβέρνησης την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό σύμφωνα με την πρόσφατη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία. Επίσης, σε αυτές τις δυνάμεις θα προστίθενταν ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ώστε να λάβουν μέρος αν χρειαστεί σε επιχειρήσεις των συμμάχων σε Κρήτη και Δωδεκάνησα. Αυτό που ήθελε η Βρετανική Κυβέρνηση ήταν «να δημιουργηθεί εθνικός στρατός με δύναμη 40.000 ανδρών, ικανός να αναλάβει καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας, ώστε να γίνει εφικτή η ταχύτερη αποδέσμευση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα προς τις άλλες ζώνες επιχειρήσεων».
Το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου
Σκοτωμένοι της διαδήλωση του ΕΑΜ την 3η Δεκέμβρη 1944.
Οργή μπροστά στα πτώματα των διαδηλωτών του ΕΑΜ την 3η Δεκέμβρη 1944
Η ηγεσία του ΕΑΜ είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Ως αντίδραση, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη), ενώ το Ε.Α.Μ. ζήτησε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ. Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις, αλλά και από πληροφορίες ότι το συλλαλητήριο θα ήταν ένοπλο[εκκρεμεί παραπομπή], η κυβέρνηση παρά την αρχική αποδοχή τελικά το απαγόρεψε.
Η διαδήλωση, που είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε στο αίμα όταν αστυνομικοί που βρίσκονταν ακροβολισμένοι στα γύρω κτήρια άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως προς το πλήθος. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 28 νεκροί και περισσότεροι από 140 τραυματίες. Αν και ο Γούντχαουζ, υποστήριξε πως δεν ήταν σαφές ποιος άνοιξε πρώτος πυρ, η αστυνομία, οι Βρετανοί ή οι διαδηλωτές,[5]. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο αρχηγός της αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολη πως ο ίδιος διέταξε την βίαιη διάλυση των διαδηλωτών βάσει διαταγών που είχε λάβει. Επίσης ο Νίκος Φαρμάκης που ανήκε στη αντι-ΕΑΜική οργάνωση "Χ" και συμμετείχε στους πυροβολισμούς μαρτυράει πως το σήμα το εδωσε ο Εβερτ από παράθυρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης με ένα μαντήλι.
Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η γενική απεργία που είχε προκηρύξει το ΕΑΜ από τις 2 Δεκεμβρίου και τελέστηκε η κηδεία των θυμάτων του συλλαλητηρίου της προηγούμενης μέρας. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη της Αθήνας και στη συνέχεια η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε προς το Σύνταγμα. Στην κορυφή της πομπής ξεχώριζε ένα πανό το οποίο κρατούσαν τρεις νεαρές γυναίκες και έγραφε «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Η πορεία αυτή χτυπήθηκε ξανά με πυροβολισμούς, κυρίως από μέλη της οργάνωσης Χ, με απολογισμό 100 νεκρούς και τραυματίες.
Προετοιμασία των αντίπαλων πλευρών
Ο επιτελικός αξιωματικός του ΕΛΑΣ Θεόδωρος Μακρίδης είχε προβλέψει εγκαίρως ότι είναι λίαν ενδεχόμενη βρετανική ένοπλος επέμβασις και είχε καλέσει το ΚΚΕ να πάρει μέτρα επίθεσης στους Βρετανούς. Αντίθετα το ΚΚΕ θα αποκόψει το Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ που είχε μέλη τους οπαδούς της σύγκρουσης Στέφανο Σαράφη, και Θανάση Κλάρα και θα ανασυγκροτήσει τη Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ τοποθετώντας ελεγχόμενα μη κομματικά στελέχη σε μια προσπάθεια να μην εκτραπούν οι συγκρούσεις.
Οργή μπροστά στα πτώματα των διαδηλωτών του ΕΑΜ την 3η Δεκέμβρη 1944
Η ηγεσία του ΕΑΜ είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Ως αντίδραση, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη), ενώ το Ε.Α.Μ. ζήτησε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ. Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις, αλλά και από πληροφορίες ότι το συλλαλητήριο θα ήταν ένοπλο[εκκρεμεί παραπομπή], η κυβέρνηση παρά την αρχική αποδοχή τελικά το απαγόρεψε.
Η διαδήλωση, που είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε στο αίμα όταν αστυνομικοί που βρίσκονταν ακροβολισμένοι στα γύρω κτήρια άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως προς το πλήθος. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 28 νεκροί και περισσότεροι από 140 τραυματίες. Αν και ο Γούντχαουζ, υποστήριξε πως δεν ήταν σαφές ποιος άνοιξε πρώτος πυρ, η αστυνομία, οι Βρετανοί ή οι διαδηλωτές,[5]. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο αρχηγός της αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ παραδέχτηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολη πως ο ίδιος διέταξε την βίαιη διάλυση των διαδηλωτών βάσει διαταγών που είχε λάβει. Επίσης ο Νίκος Φαρμάκης που ανήκε στη αντι-ΕΑΜική οργάνωση "Χ" και συμμετείχε στους πυροβολισμούς μαρτυράει πως το σήμα το εδωσε ο Εβερτ από παράθυρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης με ένα μαντήλι.
Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η γενική απεργία που είχε προκηρύξει το ΕΑΜ από τις 2 Δεκεμβρίου και τελέστηκε η κηδεία των θυμάτων του συλλαλητηρίου της προηγούμενης μέρας. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη της Αθήνας και στη συνέχεια η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε προς το Σύνταγμα. Στην κορυφή της πομπής ξεχώριζε ένα πανό το οποίο κρατούσαν τρεις νεαρές γυναίκες και έγραφε «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Η πορεία αυτή χτυπήθηκε ξανά με πυροβολισμούς, κυρίως από μέλη της οργάνωσης Χ, με απολογισμό 100 νεκρούς και τραυματίες.
Προετοιμασία των αντίπαλων πλευρών
Ο επιτελικός αξιωματικός του ΕΛΑΣ Θεόδωρος Μακρίδης είχε προβλέψει εγκαίρως ότι είναι λίαν ενδεχόμενη βρετανική ένοπλος επέμβασις και είχε καλέσει το ΚΚΕ να πάρει μέτρα επίθεσης στους Βρετανούς. Αντίθετα το ΚΚΕ θα αποκόψει το Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ που είχε μέλη τους οπαδούς της σύγκρουσης Στέφανο Σαράφη, και Θανάση Κλάρα και θα ανασυγκροτήσει τη Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ τοποθετώντας ελεγχόμενα μη κομματικά στελέχη σε μια προσπάθεια να μην εκτραπούν οι συγκρούσεις.
Οι ένοπλες συγκρούσεις
Το ίδιο απόγευμα που διοργανώθηκε το συλλαλητήριο (3 Δεκεμβρίου) ο στρατηγός Σκόμπι διέταξε την απομάκρυνση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας σημειώθηκε το πρώτο καθαρό πολεμικό επεισόδιο των Δεκεμβριανών, όταν αγγλική μονάδα τεθωρακισμένων αφόπλισε στην περιοχή του Παλαιού Ψυχικού το 2ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. το οποίο παραδόθηκε αμαχητί καθώς δεν είχε εντολές εμπλοκής με Βρετανικά στρατεύματα.
Την επόμενη ημέρα τα ξημερώματα, στην περιοχή του Θησείου διεξήχθη η πρώτη μάχη ανάμεσα σε μονάδα του ΕΛΑΣ και μέλη της Οργάνωσης Χ που έδρευαν στην περιοχή. Η μάχη διήρκεσε αρκετές ώρες άλλα προς το μεσημέρι ο ΕΛΑΣ ήρθε σε συμφωνία με τους Άγγλους να διακόψει την επίθεση και να επιτρέψει σε αγγλικά οχήματα να μεταφέρουν τα μέλη της οργάνωσης Χ στο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια ημέρα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν σε κατάληψη πολλών αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά και σε περιοχές περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας, όπως στην Κυψέλη, στον Νέο Κόσμο, στους Αμπελόκηπους, στον Κολωνό, στα Πατήσια και αλλού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις φυλακές Βουλιαγμένης τις οποίες κατέλαβαν. Τα γεγονότα προκάλεσαν κυβερνητική κρίση με τον πρωθυπουργό της κυβέρνησης Γεώργιο Παπανδρέου να εκδηλώνει το βράδυ της ίδιας ημέρας την πρόθεση του να παραιτηθεί. Η Βρετανική πλευρά αντέδρασε άμεσα και απαίτησε να παραμείνει στη θέση του. Όπως διέρρευσε από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις το 1974, ο Τσόρτσιλ σε συνομιλία του με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Ρέτζιναλντ Λίπερ ανέφερε «Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς.…»
Οδόφραγμα στην Σταδίου προς την Ομόνοια. Δεν κυκλοφορεί ψυχή παρά μόνο στρατιώτες.
Τη νύχτα της 4ης προς 5η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν την κατάληψη των φυλακών Συγγρού. Η επίθεση ανακόπηκε μετά από παρέμβαση των Βρετανών που χρησιμοποίησαν τεθωρακισμένα οχήματα. Παρόμοια εξέλιξη είχε η επίθεση στις φυλακές Χατζηκώστα που έληξε με παρέμβαση των Βρετανών. Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ εξαπέλυσαν επίθεση στο σύνταγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη. [12] Μετά από τετραήμερη σκληρή μάχη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αποκρούστηκαν με αποτέλεσμα να καθηλωθούν γύρω από το στρατόπεδο. Παρόμοια εξέλιξη είχε και η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους στρατώνες του Γουδή όπου έδρευε η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Στις 9 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ πραγματοποίησε επίθεση στη σχολή Ευελπίδων, στον χώρο της οποίας βρίσκονταν 23 αξιωματικοί και 183 ευέλπιδες. Η πολιορκία λύθηκε με παρέμβαση των Βρετανών που μετέφεραν το προσωπικό της σχολής στα ανάκτορα.
Στις 9 Δεκεμβρίου ο Τσόρτσιλ διέταξε αποστολή νέων ενισχύσεων στην Ελλάδα. Την επόμενη μέρα οι Βρετανοί ξεκίνησαν επιχείρηση για την ανακατάληψη του Πειραιά. Στην επιχείρηση για την κατάληψη του λόφου της Καστέλλας χρησιμοποιήθηκε η 5η Ινδική Μεραρχία. Οι Ινδοί στρατιώτες (γνωστοί ως Γκούρκας), έπειτα από σκληρή μάχη, στην οποία είχαν σημαντικές απώλειες, κατέλαβαν την Καστέλλα στις 14 Δεκεμβρίου. Στις 16 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκαν στο Φάληρο νέες Βρετανικές ενισχύσεις και ξεκίνησαν επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των περιοχών της Αθήνας που βρίσκονταν στον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Αφού εξασφάλισαν τον έλεγχο της Λεωφόρου Συγγρού που τους επέτρεπε την μεταφορά στρατιωτών από το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας, κατέλαβαν στις 18 Δεκεμβρίου τον Λυκαβηττό από τον οποίο έλεγξαν με τα πυροβόλα που τοποθέτησαν τους σημαντικότερους δρόμους της Αθήνας. Τη νύχτα της 17ης προς 18η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πραγματοποίησαν μία επιτυχημένη επιχείρηση καταλαμβάνοντας τα ξενοδοχεία της Κηφισιάς Σεσίλ, Απέργη και Πεντελικόν, στα οποία διέμενε το προσωπικό της RAF. Συνολικά 50 αξιωματικοί και 500 σμηνίτες της RAF αιχμαλωτίστηκαν.
Τη νύχτα της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στην υλοποίηση σχεδίου που στόχευε στην ανατίναξη του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία όπου διέμεναν η ελληνική κυβέρνηση και το βρετανικό επιτελείο. Για τον σκοπό αυτό παγιδεύτηκε με εκρηκτικά υπόνομος που κατέληγε δίπλα στα θεμέλια του κτιρίου. Η έκρηξη αναβλήθηκε προσωρινά λόγω της άφιξης του Τσόρτσιλ στην Ελλάδα και στο διάστημα αυτό Άγγλοι εντόπισαν και απενεργοποίησαν τα εκρηκτικά.
Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσόρτσιλ έφτασε στην Ελλάδα το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Άντονι Ίντεν. Την πρώτη ημέρα διέμεινε στο Φάληρο στο θωρηκτό Ajax και την επόμενη πήγε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία όπου συμμετείχε σε σύσκεψη στο υπουργείο εξωτερικών. Στην σύσκεψη πήρε μέρος και αντιπροσωπεία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Λίγες ημέρες αργότερα τοποθετήθηκε στη θέση του αντιβασιλέα ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και πρωθυπουργός ο Νικόλαος Πλαστήρας.
Στο μέτωπο των μαχών οι βρετανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν από τις 27 Δεκεμβρίου, γενική επίθεση κατά του ΕΛΑΣ. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου και τον Πειραιά στις 7 Ιανουαρίου. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, δόθηκε τέρμα στις μάχες, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπυ. Τα Δεκεμβριανά τερματίστηκαν οριστικά με την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Bρετανοί
στρατιώτες «καλύπτουν» την οδό Kριεζώτου στη γωνία, που βρίσκεται
σήμερα η «Aγροτική Tράπεζα» και παλαιότερα το «King’s Palace».
Dmitri Kessel, «Ελλάδα», 1944, Αθήνα, Άμμος, 1997
Dmitri Kessel, «Ελλάδα», 1944, Αθήνα, Άμμος, 1997
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Ο αριθμός των δυνάμεων του ΕΛΑΣ υπολογίζεται γύρω στις 20.000.[10] Σύμφωνα με τον Σόλωνα Γρηγοριάδη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα ήταν 17.800 ο οποίος βασίζεται στις εκτιμήσεις του επιτελείου του ΕΛΑΣ για τις δυνάμεις του [2] Με βάση άλλες οι πηγές οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπολογίζονται μεταξύ 12.500 και 25.000 καθώς σημειώνονται σημαντικές αποκλίσεις στον αριθμό των δυνάμεων του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ.
Οι συνολικές δυνάμεις των Άγγλων που χρησιμοποιήθηκαν σε προχωρημένο στάδιο των συγκρούσεων στην Αθήνα υπολογίζονται από τον Σόλωνα Γρηγοριάδη μεταξύ 23.000 και 25.000.[2] σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του επιτελείου του ΕΛΑΣ, οι οποίες και υποτίμησαν το πραγματικό αριθμό των Βρετανών. Βρετανικές και σύγχρονες πηγές υπολογίζουν τον αριθμό τους σε 50.000[10][16] ή και 60.000. Ο συνολικός αριθμός των Αγγλικών δυνάμεων που βρίσκονταν την περίοδο του Δεκεμβρίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 80.000.
Ο αριθμός των κυβερνητικών δυνάμεων σύμφωνα με τον Σόλωνα Γρηγοριάδη εκτιμάται σε 11.600 κατανεμημένους στα εξής σώματα: 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (Ταξιαρχία Ρίμινι), Χωροφυλακή, Αστυνομία Πόλεων, Άντρες διαλυθέντων ταγμάτων ασφαλείας, Οργανώσεις εθνικοφρόνων όπως η ΠΕΑΝ, η Ιερή Ταξιαρχία, η ΡΑΝ, η φοιτητική ΕΣΑΣ, η Εθνική Δράση, ο ΕΔΕΣ Αθηνών, η Οργάνωση Χ και άλλες. Άλλες πηγές υπολογίζουν τον αριθμό των κυβερνητικών δυνάμεων μεταξύ 9.500 και 10.000 και άλλες ανεβάζουν περισσότερο των αριθμό με βάση άλλες εκτιμήσεις για τον αριθμό των ανδρών των διαλυθέντων ταγμάτων ασφαλείας που χρησιμοποιήθηκαν στην σύγκρουση. Για τον ακριβή αριθμό των ταγμάτων ασφαλείας που χρησιμοποιήθηκαν στην σύγκρουση ο τότε υφυπουργός στρατιωτικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, Λέων Σπάης, δήλωσε σε συνέντευξή του το 1976 πως η κυβέρνηση χρησιμοποίησε 12.000 άντρες των ταγμάτων ασφαλείας.
Ο αριθμός των δυνάμεων του ΕΛΑΣ υπολογίζεται γύρω στις 20.000.[10] Σύμφωνα με τον Σόλωνα Γρηγοριάδη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα ήταν 17.800 ο οποίος βασίζεται στις εκτιμήσεις του επιτελείου του ΕΛΑΣ για τις δυνάμεις του [2] Με βάση άλλες οι πηγές οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπολογίζονται μεταξύ 12.500 και 25.000 καθώς σημειώνονται σημαντικές αποκλίσεις στον αριθμό των δυνάμεων του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ.
Οι συνολικές δυνάμεις των Άγγλων που χρησιμοποιήθηκαν σε προχωρημένο στάδιο των συγκρούσεων στην Αθήνα υπολογίζονται από τον Σόλωνα Γρηγοριάδη μεταξύ 23.000 και 25.000.[2] σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του επιτελείου του ΕΛΑΣ, οι οποίες και υποτίμησαν το πραγματικό αριθμό των Βρετανών. Βρετανικές και σύγχρονες πηγές υπολογίζουν τον αριθμό τους σε 50.000[10][16] ή και 60.000. Ο συνολικός αριθμός των Αγγλικών δυνάμεων που βρίσκονταν την περίοδο του Δεκεμβρίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 80.000.
Ο αριθμός των κυβερνητικών δυνάμεων σύμφωνα με τον Σόλωνα Γρηγοριάδη εκτιμάται σε 11.600 κατανεμημένους στα εξής σώματα: 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (Ταξιαρχία Ρίμινι), Χωροφυλακή, Αστυνομία Πόλεων, Άντρες διαλυθέντων ταγμάτων ασφαλείας, Οργανώσεις εθνικοφρόνων όπως η ΠΕΑΝ, η Ιερή Ταξιαρχία, η ΡΑΝ, η φοιτητική ΕΣΑΣ, η Εθνική Δράση, ο ΕΔΕΣ Αθηνών, η Οργάνωση Χ και άλλες. Άλλες πηγές υπολογίζουν τον αριθμό των κυβερνητικών δυνάμεων μεταξύ 9.500 και 10.000 και άλλες ανεβάζουν περισσότερο των αριθμό με βάση άλλες εκτιμήσεις για τον αριθμό των ανδρών των διαλυθέντων ταγμάτων ασφαλείας που χρησιμοποιήθηκαν στην σύγκρουση. Για τον ακριβή αριθμό των ταγμάτων ασφαλείας που χρησιμοποιήθηκαν στην σύγκρουση ο τότε υφυπουργός στρατιωτικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, Λέων Σπάης, δήλωσε σε συνέντευξή του το 1976 πως η κυβέρνηση χρησιμοποίησε 12.000 άντρες των ταγμάτων ασφαλείας.
Συνέπειες της σύγκρουσης
Βρετανοί στρατιώτες στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών
Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπι. Μετά την ήττα του ο ΕΛΑΣ (υπο την ηγεσία του Σιάντου) αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, καθώς και με χιλιάδες αιχμαλώτους αμάχους και μη, ως αντιστάθμισμα στη πρωτύτερη πράξη των Βρετανών που μετέφεραν έναν μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540, στη Μέση Ανατολή.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και το ΚΚΕ για υπαναχώρηση όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές (Βρετανικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια και πολλοί άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους της Αθήνας άλλα και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Άγγλων.
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ, δολοφόνησαν μεγάλο αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και πολλούς τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές οι οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως σταλινικό πραξικόπημα. Στην περιοχή των διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκατοντάδες εκτελέσεις. Ανάμεσα στα θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος.
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των ιστορικών ως η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος» κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του Κ.Κ.Ε. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά δοσίλογων, αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.
Μια άλλη πλευρά των ιστορικών μιλάει ξεκάθαρα για μια ιμπεριαλιστική επέμβαση στα πεπραγμένα μιας συμμάχου χώρας, καθώς εν καιρώ πολέμου, η Βρετανία έστειλε σχεδόν 100.000 στρατό[εκκρεμεί παραπομπή] για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της.
Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπι. Μετά την ήττα του ο ΕΛΑΣ (υπο την ηγεσία του Σιάντου) αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, καθώς και με χιλιάδες αιχμαλώτους αμάχους και μη, ως αντιστάθμισμα στη πρωτύτερη πράξη των Βρετανών που μετέφεραν έναν μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540, στη Μέση Ανατολή.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και το ΚΚΕ για υπαναχώρηση όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές (Βρετανικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια και πολλοί άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους της Αθήνας άλλα και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Άγγλων.
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ, δολοφόνησαν μεγάλο αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και πολλούς τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές οι οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως σταλινικό πραξικόπημα. Στην περιοχή των διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκατοντάδες εκτελέσεις. Ανάμεσα στα θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος.
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των ιστορικών ως η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος» κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του Κ.Κ.Ε. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά δοσίλογων, αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.
Μια άλλη πλευρά των ιστορικών μιλάει ξεκάθαρα για μια ιμπεριαλιστική επέμβαση στα πεπραγμένα μιας συμμάχου χώρας, καθώς εν καιρώ πολέμου, η Βρετανία έστειλε σχεδόν 100.000 στρατό[εκκρεμεί παραπομπή] για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της.
Μέρος Β΄
Η πανηγυρική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης δεν μπορούσε να αποκρύψει τα μεγάλα προβλήματα που παρέμειναν. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, ενώ ο ΕΛΑΣ κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παράλληλα, γερμανικές δυνάμεις παρέμειναν στην Κρήτη μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1945. Η κατάσταση ήταν χαώδης. Η Ελλάδα είχε ερημωθεί, ο λαός πεινούσε, χρήματα δεν υπήρχαν, ενώ πολιτικά η χώρα ήταν χωρισμένη σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Η σοβιετική σιωπή
'Οσο υπήρχε ο κίνδυνος μιας χωριστής ειρήνης των ΗΠΑ και της Βρετανίας με την νικημένη Γερμανία, τα σοβιετικά στρατεύματα, που έως το καλοκαίρι του 1944, είχαν προελάσει έως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, δεν επρόκειτο να περάσουν την ελληνο-βουλαρική μεθόριο.[20] Η συνάντηση της Γιάλτας πλησίαζε και η Σοβιετική ένωση δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους Βρεταννούς και έτσι να διακινδυνεύσει σπουδαία συμφέροντά της σε άλλες περιοχές. Μετά τα γεγονότα ο Στάλιν τήρησε μια περίεργη σιγή· απέφυγε και να επικρίνει τους Βρεταννούς αλλά και να αποθαρρύνει τον ΕΛΑΣ. Σχετικά με την στάση αυτή του Στάλιν, ο Τσώρτσιλ παρατηρεί ότι ενώ οι ΗΠΑ επέκριναν τη βρεταννική παρέμβαση στην Ελλάδα, ο «Στάλιν παρέμεινε αυστηρά και πιστά προσκολλημένος στη Συμφωνία μας του Οκτωβρίου (απόσυρση βουλγαρικών στρατευμάτων μέχρι τέλη Οκτωβρίου από τη Μακεδονία και Θράκη) και κατά τη διάρκεια των πολλών εβδομάδων του αγώνα εναντίον των κομμουνιστών στους δρόμους της Αθήνας ούτε μια λέξη μομφής δεν βγήκε από τη «Πράβδα» ή την «Ισβέστια» ». Ωστόσο, από τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, προκύπτει ότι, πριν από τη ανακωχή, η ΕΣΣΔ προειδοποίηε την ηγεσία του ΚΚΕ, μέσω του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη, πρώην γενικού Γραμματέα της Κομιτέρν Γκεόργκι Δημητρώφ, να μη περιμένει καμιά βοήθεια.
Η μεταπελευθερωτική πρωτοβουλία του ΕΑΜ
Καθώς οι βρετανικές δυνάμεις ενισχύονταν και οι πιθανότητες για κατάκτηση της εξουσίας περιορίζονταν, οι ηγέτες του ΚΚΕ τότε συνηδειτοποίησαν, ότι έπρεπε ν΄ αναλάβουν αποφασιστικές και άμεσες πρωτοβουλίες. Η ηγεσία του ΚΚΕ αντιλαμβάνονταν πλέον ότι είχε παρασυρθεί σε εσφαλμένες ενέργειες,[24] ότι είχε χάσει τα πολιτικά οφέλη που με τόσο κόπο είχε με τη συμμετοχή της στην Αντίσταση κερδίσει στη διάρκεια της Κατοχής και, ακόμη, φοβόταν ότι οι Άγγλοι σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν στην Ελλάδα μια δικτατορία της Δεξιάς, αφού θα είχαν αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ. Η απόφαση να προχωρήσει το ΚΚΕ στη σύγκρουση πάρθηκε μετά τη 20 Νοεμβρίου από το Πολιτικό Γραφείο και όχι στις 28 Νοεμβρίου (όταν ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις με τον Παπανδρέου) ή στις 3 Δεκεμβρίου, όπως πιστευόταν ως πρόσφατα.
Η βρετανική παρέμβαση
Οι Βρετανοί αντίθετα, παρουσιάστηκαν αποφασισμένοι σε μέγιστο βαθμό. Ο Τσώρτσιλ, έχοντας ενισχύσει τη θέση του με την αγγλοσοβιετική συμφωνία της Μόσχας στις 9 Οκτωβρίου 1944 που αφορούσε τα Βαλκάνια με την άμεση απόσυρση μέχρι τέλος Οκτωβρίου των βουλγαρικών στρατευμάτων από τις περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης, ενώ το ΚΚΕ σε αντιστάθμισμα, ζήτησε από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα την αποστολή μεγάλης ποσότητας όπλων και πυρομαχικών, για να λάβει αρνητική απάντηση στις 21 του ίδιου μήνα. Το αιτιολογικό ήταν οι κίνδυνοι διεθνών επιπλοκών αλλά και η έλλειψη όπλων. διέταξε την κατάπνιξη της εξέγερσης και σε σχετικό μήνυμά του προς το Σκόμπι ανέφερε επί λέξει: «μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε μια κατακτημένη πόλη όπου γίνεται μια τοπική εξέγερση». Τον ίδιο καιρό τηλεγράφησε στον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα σερ Ρέτζιναλντ Λήπερ (Sir Reginald Leeper) ότι αυτός και ο Παπανδρέου έπρεπε να ακολουθήσουν τις διαταγές του Σκόμπι για όλα τα θέματα που αφορούσαν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ακόμα, στα Απομνημονεύματά του σημειώνει σχετικά: «Δεν έχει νόημα να κάνεις τέτοια πράγματα με ημίμετρα»
Η αγόρευση του Τσόρτσιλ
Στις 18/1/1945 ο Βρετανός πρωθυπουργός μίλησε ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων και έδωσε εξηγήσεις όσον αφορά τη πολιτική του σχετικά με τη κατάσταση στην Ελλάδα και τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Ο Τσόρτσιλ αμύνθηκε της πολιτικής του προχώρησε σε κριτική του ΕΛΑΣ.
.......«Μετέβημεν εις την Ελλάδα με την πρόθεσιν να βοηθήσωμεν την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, η οποίαν αντιμετώπιζε τη σύγχυσιν που είχε προκαλέσει εις την χώραν ο τρόμος των Γερμανών[...]Είχομεν προμηθεύσει εις τους άνδρας αυτούς όπλα εις σημαντικάς ποσότητας, με την ελπίδα ότι θα εμάχοντο κατά των Γερμανών[...]Δεν επρόκειτο να επιτεθούν κατά των Γερμανών, αλλά κατά μέγα μέρος έλαβον απλώς τα όπλα αυτά και ενήδρευον παριμένοντας την στιγμήν να καταλάβουν την αρχήν και να κάμουν την Ελλάδα κομμουνιστικό κράτος με ολοκληρωτικήν εκκαθάρισιν όλων των αντιθέτων[...]Ο εξωπλισμένος ΕΛΑΣ κατά την τελευταίαν διετίαν έπαιξε πολύ μικρόν ρόλον εις τον αγώνα κατά των Γερμανών. Δεν δύναμαι να εξάρω τον ρόλον του, όπως θα έπραττον αποτίων φόρον θαυμασμού εις τους ηρωικούς Γάλλους Μακί και τους Βέλγους τοιούτους» .
Χρονολόγιο
Ημερομηνία Γεγονότα
Οι σαράντα κρίσιμες ημέρες (11 Οκτωβρίου - 21 Νοεμβρίου 1944).
Η Ρωσία, ανησυχώντας για σύναψη χωριστής ειρήνης των ΗΠΑ και της Βρετανίας με τον Χίτλερ, ήδη είχε προέλασει τον Ιούνιο μέχρι τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και δεν επρόκειτο τα στρατεύματά της να περάσουν την ελληνική μεθόριο, αν συνέβαινε το αντίθετο. Αρχικά το ΚΚΕ πίστευε ότι τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν σταματήσει μόνο για λίγο.
11 Οκτωβρίου Ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν συμφωνούν να αποσυρθούν τα βουλγαρικά στρατεύματα από τη Μακεδονία και την Θράκη μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Αγγλοσοβιετικές συνομιλίες 9-11 Οκτωβρίου γνωστές ως και «συμφωνία των ποσοστών», λόγω του καθορισμού των ζωνών επιρροής, όπως Ελλάδα 90% για τη Βρετανία και Ρουμανία 90% για τη Ρωσία.
12 Οκτωβρίου Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εγκατέλειψαν την Αθήνα και στις αμέσως επόμενες, ως και τις 3 Νοεμβρίου, ολoκληρώθηκε η αποχώρησή τους από όλη σχεδόν την Ελλάδα εκτός της Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
21 Οκτωβρίου Το ΚΚΕ ενημερώνεται από τον Βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη Δημητρώφ να μη περιμένουν βοήθεια με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν όπλα, αλλά και λόγω διεθνών περιπλοκών.
5 Νοεμβρίου Ο Παπανδρέου ανακοίνωσε, ύστερα από συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Σκόμπι, ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως στι 10 Δεκεμβρίου. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και του ΕΑΜ.
9 Νοεμβρίου Είσοδος στην Αθήνα της 3ης ορεινής Ταξιαρχίας Ρίμινι
21 Νοεμβρίου Η απόφαση να προχωρήσει στη σύγκρουση το ΚΚΕ πάρθηκε μετά τις 20 Νοεμβρίου από το Πολιτικό Γραφείο και όχι στις 28 Νοεμβρίου, όταν ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις με το Παπανδρέου.
Μαχόμενοι | |
---|---|
Κυβερνητικές δυνάμεις
4η Μεραρχία (10η, 12η, 23η Ταξιαρχίες Πεζικού), 2η Ταξιαρχία
Αλεξιπτωτιστών, 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, 139η Ταξιαρχία Πεζικού, 5η
Ινδική Ταξιαρχία κ.α [1] |
ΕΑΜ - ΕΛΑΣ Α΄Σώμα Στρατού, ΙΙ Μεραρχία, 52 Σύνταγμα Πεζικού, VIII ταξιαρχία, Εθνική Πολιτοφυλακή κ.α |
Αρχηγοί | |
|
Κεντρική επιτροπή ΕΛΑΣ |
Δυνάμεις | |
11.600 (Κυβερνητικές δυνάμεις)[2]
80.000-90.000 (Βρετανικές Δυνάμεις)[3] |
17.800[2]
|
Από τη wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου