Σελίδες

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ: «Υπαγωγή ή μη των εκπαιδευτικών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στο Ν. 4024/2011 που αφορά στο Ενιαίο Μισθολόγιο των Δημοσίων Υπαλλήλων και συνακόλουθη περικοπή ή μείωση των αποδοχών τους»

Το ERGASIANEWS σε συνεργασία με καταξιωμένους επιστήμονες και εργατολόγους δικηγόρους, θα προσφέρει εφεξής στους χρήστες του διαδικτύου και στους επισκέπτες του ιστολογίου μας, πλούσια νομική αρθρογραφία, η οποία θα είναι ένα χρήσιμο εργαλείο ερμηνείας όλων των αλλαγών που συντελούνται στην εργατική νομοθεσία ελέω μνημονίου. Θα προσπαθήσουμε να ενισχύσουμε (στο βαθμό του εφικτού) την επιχειρηματολογία συνδικαλιστών και εργαζομένων διαφόρων κλάδων, αξιοποιώντας ερμηνείες εργατολόγων και επιστημόνων, σε κάθε δυσμενή αλλαγή που συντελείται στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων.
Σήμερα σας παρουσιάζουμε άρθρο της συνεργάτιδος του ERGASIANEWS και Δικηγόρου  - Εργατολόγου, κας Χρυσάνθης Υφαντή, σχετικά με την «Υπαγωγή ή μη των εκπαιδευτικών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στο Ν. 4024/2011 που αφορά στο Ενιαίο Μισθολόγιο των Δημοσίων Υπαλλήλων και συνακόλουθη περικοπή ή μείωση των αποδοχών τους».

Διαβάστε παρακάτω το σχετικό άρθρο:
Υπό Χρυσάνθη Δ. Υφαντή, Δικηγόρου - Εργατολόγου
Προς διερεύνηση του ως άνω ζητήματος, θα πρέπει πρωτίστως να

εξετασθεί η φύση της εργασιακής σχέσης, δυνάμει της οποίας τα ιδιωτικά σχολεία συνδέονται με τους εργαζομένους – εκπαιδευτικού τους, ενώ ακολούθως θα πρέπει να διαγραφεί το νομικό πλαίσιο, που καθορίζει το μισθολογικό καθεστώς των απασχολούμενων στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι υπό εξέταση εργασιακές σχέσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω νομοθετημάτων.
Ειδικότερα:
1. Ο Ν. 682/1977 «Περί ιδιωτικών σχολείων Γενικής Εκπαιδεύσεως και Σχολικών Οικοτροφείων» ορίζει στο άρθρο 1 αυτού ότι «Ιδιωτικά σχολεία Γενικής Εκπαιδεύσεως, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, είναι τα αντίστοιχα προς τα δημόσια σχολεία δημοτικής ή μέσης Εκπαιδεύσεως, τα μη ανήκοντα εις το Κράτος, αλλά ιδρυόμενα και συντηρούμενα υπό φυσικών ή νομικών προσώπων...». Μεταξύ δε αυτών συμπεριλαμβάνονται και τα αναγνωριζόμενα ως ισότιμα προς τα δημόσια (άρθρ. 2 παρ. 2 Ν. 682/1977), υπό την έννοια ότι οι παρεχόμενοι από αυτά τίτλοι σπουδών είναι ισότιμοι προς τους τίτλους των αντιστοίχων δημοσίων σχολείων (άρθρ. 17 Ν. 682/1977).
2. Από τις διατάξεις δε του Ν. 682/1977, καθορίζονται γενικώς τα θέματα του διδακτικού προσωπικού όλων των ιδιωτικών σχολείων γενικής εκπαιδεύσεως, μεταξύ των οποίων είναι και τα ισότιμα προς τα δημόσια, ήτοι οι όροι πρόσληψης και απόλυσης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, καθώς και άλλοι επί μέρους όροι εργασίας τους. Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δηλαδή παρέχουν τις υπηρεσίες τους με μία ιδιόρρυθμη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι η διαμορφωθείσα μεταξύ αυτών και του εργοδότη τους σχέση, παρά την επιβαλλόμενη ρύθμιση σημαντικών πτυχών της για λόγους δημόσιου συμφέροντος και της συνταγματικά επιβαλλόμενης δημόσιας εποπτείας της γενικής ιδιωτικής εκπαίδευσης, παραμένει κατ’ ουσίαν σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
3. Ειδικά δε ως προς το εκπαιδευτικό προσωπικό των ιδιωτικών σχολείων που έχουν αναγνωριστεί ως ισότιμα προς τα δημόσια, το Κράτος έχει αναλάβει από μακρού την συνταξιοδότησή του από το Δημόσιο Ταμείο, χωρίς όμως η ένταξη αυτή, η οποία έχει ως συνέπεια την υπαγωγή του εκπαιδευτικού στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, να προσδίδει στον εντασσόμενο και την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, διότι η ιδιότητα αυτή επιφυλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος, μόνο στους υπαλλήλους του Κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενώ οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί συνδέονται με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο ανήκει το ιδιωτικό σχολείο, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 του Ν. 682/1977 (βλ. ΣτΕ 1357/99 και ΣτΕ 6567/95). Κατά συνέπεια, ο διορισμός ή η ένταξη του ιδιωτικού εκπαιδευτικού στην κατηγορία των συνταξιοδοτουμένων από το Δημόσιο δεν αλλοιώνει την εργασιακή σχέση που τον συνδέει με το ισότιμο σχολείο και παραμένει αυτή του ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
4. Ειδικότερα όσον αφορά το μισθολογικό καθεστώς των εκπαιδευτικών των ως άνω ιδιωτικών σχολείων με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 του Ν. 682/1977 ορίζεται ότι «Οι Ιδιωτικοί Εκπαιδευτικοί λαμβάνουν τουλάχιστον τας εκάστοτε αποδοχάς των ομοιοβάθμων των δημοσίων εκπαιδευτικών μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων». Δια της ρύθμισης αυτής ο νομοθέτης θέλησε να καθορίσει ένα κατώτατο πλαφόν αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, προκειμένου να διασφαλίσει επίπεδο υπηρεσιών τουλάχιστον αντίστοιχο του Δημοσίου. Ωστόσο δεν καθόρισε ανώτατο όριο αποδοχών, αφήνοντας τους αντισυμβαλλομένους (εργοδότη και εργαζόμενο) στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, αλλά και τους κοινωνικούς εταίρους, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, να προσδιορίσουν ελεύθερα τούτο. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς κάνοντας γραμματική ερμηνεία της διάταξης, η οποία δια της λέξεως «τουλάχιστον» διαφαίνεται ότι καθόρισε το μίνιμουμ των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Εάν δε ο νομοθέτης επιθυμούσε την εξομοίωση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με τους δημοσίους θα ανέφερε ότι οι πρώτοι λαμβάνουν τις «εκάστοτε» αποδοχές των δημοσίων.
Αντιθέτως όμως το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν. 682/1977, μη επιθυμώντας την ως άνω εξομοίωση, κατά τρόπο ξεκάθαρο χρησιμοποίησε διαφορετική διατύπωση. Δια της διατύπωσης μάλιστα αυτής απομακρύνθηκε από τη διατύπωση του προγενεστέρως ισχύοντος άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 3855/1958 «περί τρόπου προσλήψεως και μισθοδοσίας του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων», το οποίο όριζε ότι «Αι αποδοχαί του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων παρακολουθούν τας αποδοχάς μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων (πολυετίας, ευδοκίμου παραμονής εν τω αυτώ βαθμώ, ακριβείας, ειδικού επιδόματος κλπ.) ως και τας εκάστοτε αυξομοιώσεις των εν ενεργεία ομοιοβάθμων των δημοσίων εκπαιδευτικών λειτουργών». Με το νεώτερο δηλαδή και ισχύοντα σήμερα νόμο οι αποδοχές των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δεν παρακολουθούν τις αποδοχές με τις εκάστοτε αυξομειώσεις των δημοσίων εκπαιδευτικών, αλλά πρέπει οι αποδοχές αυτών να ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των αποδοχών των δημοσίων εκπαιδευτικών. Δια της ουσιώδους αυτής τροποποιήσεως αποκλείστηκε κατ’ ουσίαν η δυνατότητα που παρείχετο με τον προηγούμενο νόμο περί μειώσεως των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών σε περίπτωση μείωσης των αποδοχών των δημοσίων, ενώ παρέμεινε εν ισχύ μόνο η δυνατότητα αυξήσεως των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών σε περίπτωση αύξησης των αποδοχών των δημοσίων.
Στην αυτή ερμηνεία προέβη και η υπ’ αριθμ. 1469/1984 απόφαση της Ολομελείας του ΑΠ, η οποία έκρινε ότι «η χρήσις της λέξεως “τουλάχιστον” εγένετο το μεν προς καθορισμόν των κατωτέρων ορίων, μέχρις ων (κατ’ ελάχιστον) ηδύνατο να συνομολογηθώσιν μετά των εργοδοτών των αι πάσης φύσεως αποδοχαί των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, το δε προς υποδήλωσιν της ελευθερίας των συμβαλλομένων όπως συνομολογούν αποδοχάς μείζονας των εις τους δημοσίους εκπαιδευτικούς λειτουργούς καταβαλλομένων ….». Η ως άνω δηλαδή απόφαση εδέχθη ότι ο νομοθέτης εσκεμμένως χρησιμοποίησε την λέξη ‘τουλάχιστον’, προκειμένου να καταδείξει το κατώτατο νόμιμο όριο των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ενώ, δια του τρόπου αυτού άφησε να εννοηθεί ότι δια ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων εργασίας δύναται να καθοριστούν αποδοχές ανώτερες του ως άνω ορίου. Ο νομοθέτης δηλαδή αφού καθόρισε το κατώτατο όριο αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και επέβαλε δια αυτού την αρχή της προστασίας, παρέδωσε τον τελικό καθορισμό στην ιδιωτική αυτονομία και την συλλογική ελευθερία. Η αρχή άλλωστε της προστασίας είναι θεμελιώδης, διαπνέει το σύνολο του εργατικού δικαίου και εκφράζεται με πληθώρα κανόνων του Συντάγματος, των ΔΣΕ ή της κοινής, όπως εν προκειμένω, νομοθεσίας, που έχουν ως σκοπό την προστασία των εργαζομένων. Πράγματι από πολλές επί μέρους διατάξεις προκύπτει ότι σκοπός του κρατικού δικαίου είναι να διασφαλίσει στον εργαζόμενο ένα κατώτατο όριο προστασίας. Η ιδέα του κατώτατου ορίου προστασίας είναι διάχυτη στην εργατική νομοθεσία. Παράβαση αυτού δεν επιτρέπεται, ενώ βελτίωση της προστασίας υπέρ των εργαζομένων είναι δυνατή. Με τον τρόπο αυτό οι κανόνες της εργατικής νομοθεσίας περιέχουν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο, υπέρ των εργαζομένων. Την ιδέα του κατωτάτου ορίου προστασίας υπέρ των εργαζομένων, δηλαδή την αρχή της προστασίας, εκφράζει άλλωστε και η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990, σύμφωνα με την οποία «όροι εργασίας ΣΣΕ, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των νόμων…». Από την αρχή αυτή της προστασίας συνάγεται ότι νεότερη διάταξη νόμου υπερισχύει όρου ΣΣΕ, όταν είναι ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο, αλλά δεν δύναται να συμβεί το αντίθετο, όπως εν προκειμένω.
5. Περαιτέρω δε με συλλογικές ρυθμίσεις και δη με την ισχύουσα 31/2010 ΔΑ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών όλης της χώρας», η οποία κηρύχτηκε υποχρεωτική από 7-7-2010 με την ΥΑ 11331/677/2011 (ΦΕΚ Β 1448/17.6.2011) καθορίστηκαν οι όροι αμοιβής και εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Η ως άνω ΔΑ προβλέπει τα εξής: «Άρθρο 1 Στις διατάξεις της παρούσας ΔΑ υπάγονται οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σύμφωνα με τους όρους του Ν. 682/1977, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σε Ιδιωτικά Σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης όλης της Χώρας. Άρθρο 2 Οι νόμιμες αποδοχές των υπαγομένων στην παρούσα Απόφαση μισθωτών, ορίζονται με βάση την παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 682/1977, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς. Άρθρο 3 1. Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις ως προς αυτές που καθορίζονται με την παρούσα ή ευνοϊκότεροι όροι, που προβλέπονται στην προϊσχύουσα 59/2008 ΔΑ, σε κανονισμούς εργασίας, επιχειρησιακές ρυθμίσεις, πρακτική, ατομικές συμβάσεις εργασίας κλπ, δεν θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν. 2. Η παρούσα Απόφαση ισχύει από την επομένη της αίτησης για Μεσολάβηση, ήτοι από τις 20-2-2010
Οι διατάξεις λοιπόν της ως άνω ΔΑ, διατηρώντας σε ισχύ την προγενεστέρα 59/2008 ΔΑ, προς καθορισμό των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, παραπέμπουν στην παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 682/77, ο οποίος παραπέμπει στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος της ως άνω ΔΑ και όχι σε μελλοντικές τροποποιήσεις αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με βασική αρχή του συλλογικού μας εργατικού δικαίου, η ΣΣΕ/ΔΑ είναι δυνατόν να καθορίζει τους όρους εργασίας με παραπομπή σε άλλη ΣΣΕ/ΔΑ ή σε διατάξεις Νόμου, αρκεί όμως η παραπομπή να γίνεται σε συγκεκριμένη πηγή δικαίου. Στις περιπτώσεις αυτές οι κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ/ΔΑ ή του νόμου, που γίνεται η παραπομπή, αποτελούν τους κανονιστικούς όρους και της παραπέμπουσας ΣΣΕ/ΔΑ. Για τον λόγο αυτό, όταν η ρύθμιση των όρων εργασίας γίνεται με παραπομπή σε άλλη ΣΣΕ/ΔΑ ή νόμο, η τροποποίηση των όρων αυτών γίνεται μετά από καταγγελία της παραπέμπουσας ΣΣΕ και όχι της ΣΣΕ ή του Νόμου, στον οποία γίνεται η παραπομπή. Η παραπομπή ισχύει, έστω και αν η διάταξη της ΣΣΕ, της ΔΑ ή του νόμου, στην οποία έγινε η παραπομπή έχει ήδη λήξει ή τροποποιηθεί. Αντιθέτως δεν είναι νόμιμη η παραπομπή σε μη συγκεκριμένη, όπως στην μελλοντική ή στην εκάστοτε ισχύουσα, ΣΣΕ/ΔΑ ή διάταξη νόμου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραπομπή δεν ισχύει, γιατί οι κανονιστικοί όροι της παραπέμπουσας ΣΣΕ δεν έχουν περιβληθεί τον αναγκαίο από το νόμο τύπο και δημοσιότητα, ενώ επί πλέον η μορφή αυτή παραπομπής αποτελεί ανεπίτρεπτη από το νόμο μεταβίβαση της ρυθμιστικής εξουσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Εν προκειμένω λοιπόν, μετά την έκδοση της ως άνω ΔΑ, πηγή πλέον ρύθμισης των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, αποτέλεσαν οι διατάξεις αυτής, που συνήφθησαν μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και όχι ο νόμος που καθόρισε τις αποδοχές των εκπαιδευτικών της δημόσιας διοίκησης ή ο νόμος που καθόρισε τα κατώτατα όρια των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Μεταγενέστερες δε μεταβολές του Νόμου που καθόρισε τις αποδοχές των Δημοσίων Υπαλλήλων και δη προς το χειρότερο, δεν μεταβάλουν το περιεχόμενο της ισχύουσας ΔΑ.
Διαφορετική προσέγγιση θα ήταν προδήλως αντίθετη στο Σύνταγμα και ειδικά στο άρθρο 22 παρ. 2 αυτού, που κατοχυρώνει τη συλλογική αυτονομία και ορίζει ότι «με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με κανόνες που θέτει η διαιτησία». Στο συνταγματικά αυτά κατοχυρωμένο πλαίσιο ελεύθερων διαπραγματεύσεων, ο κρατικός νομοθέτης, έχοντας προβεί στη θεσμική διάπλαση ενός πλαισίου γενικών όρων εργασίας, οφείλει να παρεμβαίνει μόνο επικουρικά στις περιπτώσεις που η συλλογική αυτονομία δεν λειτουργεί. Η συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση προβλέφθηκε πρωτίστως, επειδή κάθε εργασιακός χώρος, κλάδος και επάγγελμα συγκεντρώνει θεσμικές προβλέψεις, αλλά και αντικειμενικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες, οι οποίες επιβάλλουν μια κατάλληλη και εξειδικευμένη ρύθμιση, που μόνο οι κοινωνικοί εταίροι, ως γνώστες αυτών των συνθηκών μπορούν να επιτύχουν, ενώ περαιτέρω σκοπός της συλλογικής αυτονομίας, όπως και των συνδικαλιστικών ελευθεριών, είναι η διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Η υλοποίηση του σκοπού αυτού καθίσταται ανέφικτη όταν δεν είναι δυνατή η σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Επιπρόσθετα, με την κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας πλήττεται και η συνδικαλιστική ελευθερία, που κατοχυρώνει το άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος. Το δικαίωμα των ελεύθερων διαπραγματεύσεων, όπως προστατεύεται και από τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας (ΔΣΕ) 98, που κυρώθηκε με το ΝΔ 4205/61 και την ΔΣΕ 154, που κυρώθηκε με το Ν. 2403/1996, με σκοπό την σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή την έκδοση διαιτητικών αποφάσεων, αποτελεί κύρια εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Η κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας, όπως είναι φυσικό, πλήττει καίρια και το συνταγματικό δικαίωμα της άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας εκ μέρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Τέλος ούτε λόγοι δημόσιου συμφέροντος, μπορούν να δικαιολογήσουν την κατάλυση της συλλογικής ελευθερίας, καθώς είναι πασιφανές ότι η κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας και των συνδικαλιστικών ελευθεριών δεν σχετίζεται με το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, ενώ είναι πρόδηλο ότι το μέτρο αυτό αδυνατεί να συμβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, δεδομένων μάλιστα και των κατά γενική ομολογία χαμηλών αποδοχών της χώρας μας. Αλλά ακόμα και αν η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ήταν βάσιμη, η όποια επέμβαση στη συλλογική αυτονομία, θα έπρεπε να συνιστά μέτρο όλως εξαιρετικό, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει μια εύλογη χρονική περίοδο, ενώ θα έπρεπε να συνοδεύεται από επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του επιπέδου ζωής των εργαζομένων.
Ως εκ τούτου δια των ως άνω επισημάνσεων καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι δεδομένης της υπάρξεως ΣΣΕ/ΔΑ, η οποία έχει κηρυχθεί υποχρεωτική και η οποία έχει διαμορφώσει τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, δεν δύναται να καταργηθεί δια μεταγενέστερης νομοθετικής ρύθμισης.

6. Ούτε βέβαια οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δύναται να υπαχθούν ευθέως στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015».
Ειδικότερα μελετώντας κανείς τον ως άνω Νόμο, διαπιστώνει ότι απαρτίζεται από 5 συνολικά κεφάλαια, εκ των οποίων το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, το δεύτερο κεφάλαιο εισάγει ρυθμίσεις μισθολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, το τρίτο κεφάλαιο προβλέπει κατάργηση κενών οργανικών θέσεων στο δημόσιο τομέα και ρυθμίζει ζητήματα προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας και εργασιακής εφεδρείας, το τέταρτο κεφάλαιο επιφέρει τροποποιήσεις στο ισχύον πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και το πέμπτο κεφάλαιο εισάγει φορολογικές ρυθμίσεις.
Μεταξύ των ρυθμίσεων των ως άνω κεφαλαίων δεν υφίσταται συνάφεια, ενώ το σχετικό κείμενο έχοντας εισαχθεί προς ψήφιση ως πολυνομοσχέδιο, επιδιώκει τη ρύθμιση σε ένα ενιαίο νόμο, πολλών διαφορετικών μεταξύ τους ζητημάτων. Συνεπεία τούτου το ως άνω νομοθέτημα δεν έχει ένα ενιαίο πεδίο εφαρμογής, αλλά, ανάλογα με τη θεματική ενότητα που ρυθμίζει κάθε του κεφάλαιο, προσδιορίζεται και το πεδίο εφαρμογής του.
Το ενδιαφέρον δε του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το υπό διερεύνηση θέμα, εστιάζεται στο δεύτερο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο «σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης Α και Β βαθμού και άλλων φορέων του Δημοσίου τομέα και συναφείς διατάξεις» και εκτείνεται μεταξύ των άρθρων 4 έως 32.
Αναζητώντας λοιπόν κανείς το πεδίο εφαρμογής του δεύτερου κεφαλαίου παραπέμπεται στο άρθρο 4, όπου ρητώς περιγράφονται οι κατηγορίες εργαζομένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δεύτερου κεφαλαίου. Συγκεκριμένα στο άρθρο 4 παρ. 1, υπό τον τίτλο «πεδίο εφαρμογής», αυτολεξεί ορίζεται: «1. Στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α).» Συνεχίζοντας η ως άνω διάταξη και αφού έχει καθορίσει ως πεδίο εφαρμογής τον δημόσιο τομέα, ρητώς και προς άρση πάσης αμφισβητήσεως, αναφέρει και κάποιες ιδιαίτερες ειδικότητας ή κατηγορίες εργαζομένων, ειδικών, κατά μία έννοια, μισθολογίων του Δημόσιου τομέα και ορίζει ότι στο πεδίο εφαρμογή του ως άνω Νόμου υπάγονται  και «α) οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, β) οι υπάλληλοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Έμμισθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της χώρας, γ) οι ιατροί υπηρεσίας υπαίθρου και οι μόνιμοι αγροτικοί ιατροί, δ) οι υπάλληλοι της Βουλής, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της, και της Προεδρίας της Δημοκρατίας με την επιφύλαξη των οριζομένων στο π.δ. 351/1991 (Α' 121), όπως ισχύει, ε) οι διοικητικοί υπάλληλοι των Ανεξάρτητων Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, στ) οι υπάλληλοι των Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων (Π.Ε.Δ.), της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.) και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝ.Π.Ε.), ζ) οι υπάλληλοι και, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, οι θρησκευτικοί λειτουργοί των νομικών προσώπων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, των εξομοιούμενων προς αυτά κατά την παράγραφο 3, του άρθρου 63, του ν.3801/2009 (Α' 163) των λοιπών εκκλησιών, δογμάτων και κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος γνωστών θρησκειών, που επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό.»
Δια της ως άνω δηλαδή διατάξεως προσδιορίζεται επακριβώς και περιοριστικώς το πεδίο εφαρμογής του δεύτερου κεφαλαίου, το οποίο εστιάζεται αποκλειστικά στο δημόσιο τομέα. Κατ’ αντιδιαστολή δε των ανωτέρω στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου ρητώς ορίζεται ότι στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δεύτερου κεφαλαίου δεν εμπίπτουν υπάλληλοι και λειτουργοί, που δεν αναφέρονται ρητώς στο συγκεκριμένο άρθρο, ενώ όπως προηγουμένως στην παρ. 1 ρητώς υπήγαγε κάποιους συγκεκριμένου εργαζομένους του Δημοσίου, στην παρ. 2 ειδικώς εξαίρεσε κάποιες άλλες κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου με ειδικά μισθολόγια (προσωπικό ΕΥΠ, Δικαστικοί Λειτουργοί, προσωπικό ΝΣΚ, Ιατροδικαστές, μέλη ΔΕΠ, Ερευνητές, Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, προσωπικό Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Γιατροί ΕΣΥ, Διπλωματικοί Υπάλληλοι κλπ).
Δια της ως άνω λοιπόν διατάξεως του άρθρου 4, κατά τρόπο σαφή καθορίστηκε το πεδίο εφαρμογής το σχετικών διατάξεων περί ενιαίου μισθολογίου των Δημοσίων Υπαλλήλων, ενώ είναι προδήλως εμφανές ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω Νόμου, καθώς δεν απασχολούνται στο Δημόσιο Τομέα, αλλά στον Ιδιωτικό. Ούτε βέβαια για αυτούς προβλέπεται κάποια αναλογική ρύθμιση, αντίστοιχη του άρθρου 31 του ως άνω Νόμου, με το οποίο προβλέπονται «αναλογικές ρυθμίσεις για τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα».
7. Τέλος και η τελολογική ερμηνεία του ως άνω νομοθετήματος κατατείνει άνευ ετέρου στη μη υπαγωγή των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στις διατάξεις του ως άνω Νόμου. Και τούτο διότι με τα μέτρα του ως άνω νομοθετήματος επιδιώχθηκε η μείωση των δαπανών του Δημόσιου Τομέα, για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, ενώ οι σχετικές διατάξεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την περικοπή των αποδοχών εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων. Συνεπώς, οι σχετικές διατάξεις δεν μπορούν να έχουν καμία εφαρμογή στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, για τον οποίο δεν υπήρξε καμία ρύθμιση, ενώ είναι σαφές ότι η μισθοδοσία του ιδιωτικού τομέα δεν συνιστά δημόσια δαπάνη και επομένως δεν σχετίζεται με τη δημοσιονομική πολιτική της Κυβέρνησης και τα ληφθέντα μέτρα. Σύμφωνα μάλιστα με έρευνα του ΚΑΝΕΠ – ΓΣΕΕ η παράνομη και αυθαίρετη υπαγωγή των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο Ενιαίο Μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων προκαλεί ζημιά στα ασφαλιστικά ταμεία και στα έσοδα του κράτους, ενώ οι μόνοι που ενισχύονται είναι οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, χωρίς τούτο να αποτελεί σκοπό του Νόμου. Η εφαρμογή λοιπόν του υπό κρίση νομοθετήματος στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.
8. Δεδομένου, λοιπόν, ότι από καμία νομοθετική διάταξη δεν προβλέπεται μείωση των αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, οποιαδήποτε τυχόν περικοπή επιβληθεί μονομερώς από τον εργοδότη, θα συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή, την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται να αντικρούσει. Στα πολλά μάλιστα ιδιωτικά σχολεία, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λάμβαναν δια ατομικών συμβάσεων εργασίας, όπως αυτές -σιωπηρώς και δια πάγιας πρακτικής της εργοδότριας- είχαν διαμορφωθεί, συμβατικό μισθό ανώτερο του προβλεπομένου, όχι μόνο από το Ν. 682/1977, αλλά και από την ισχύουσα ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών όλης της χώρας». Ως εκ τούτου η από την πλευρά του εργοδότη μονομερής και αυθαίρετη μείωση του συνομολογηθέντος δια ατομικών συμβάσεων εργασίας ή διαμορφωθέντος δια της πρακτικής συμβατικού μισθού είναι ανεπίτρεπτη και κατ’ επέκταση άκυρη.
Επί των ανωτέρω άλλωστε θεμάτων τοποθετήθηκε δια του υπ’ αριθμ. 2/82176/0022/1-12-2011 εγγράφου της η 22η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους, αναφέροντας κατηγορηματικά ότι «Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 682/1977, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λαμβάνουν τουλάχιστον τις εκάστοτε αποδοχές και τα πάσης φύσεως επιδόματα των ομοιόβαθμων εκπαιδευτικών», ενώ συνεχίζοντας στο αυτό κείμενο απεφάνθη ότι «οι διατάξεις του Κεφαλαίου Β του Ν. 4024/2011 δεν μπορούν να εφαρμοστούν και στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, δεδομένου ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου».
 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω νομικών σκέψεων θεωρώ ότι, πέραν της γενικότερη αντισυνταγματικότητας που διέπει τις διατάξεις του Ν. 4024/2011, αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, δεδομένου ότι οι τελευταίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου. Εξάλλου οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36 του Ν. 682/1977, λαμβάνουν τουλάχιστον τις εκάστοτε αποδοχές και τα πάσης φύσεως επιδόματα των ομοιόβαθμων εκπαιδευτικών, δυνάμενοι να λάβουν αποδοχές ανώτερες από αυτές των δημοσίων εκπαιδευτικών, ενώ το μισθολογικό τους πλέον καθεστώς έχει καθοριστεί με συλλογικές ρυθμίσεις, τις οποίες ο κρατικός - νομοθέτης, ακολουθώντας την πηγάζουσα από συνταγματικές διατάξεις αρχή της επικουρικότητας της κρατικής ρύθμισης, δεν επιτρέπεται να καταργήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου