Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ μετά τη συνάντηση με τους εργοδοτικούς φορείς, δήλωσε:
Γιάννης Παναγόπουλος: "Nα μην διανοηθούν ούτε οι βουλευτές να στέρξουν να δεχτούν νομοθετικές παρεμβάσεις |
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω κάπως ανορθόδοξα. Γιατί πραγματικά σήμερα έγινε ένας ουσιαστικός διάλογος και πρέπει να είμαστε καθαροί, να μην αφήνουμε κανένα νέφος για να βγαίνουν συμπεράσματα στα δελτία ειδήσεων.
Απ΄τη μεριά μας ως ΓΣΕΕ, το πρώτο πράγμα που θέσαμε στις εργοδοτικές οργανώσεις, πάντα με το πνεύμα που συνεννοούμεθα και τα προηγούμενα χρόνια, είναι ότι μέσα σ΄αυτό το ομιχλώδες περιβάλλον με ασφυκτικές πιέσεις απ΄τους πολιτικούς εκπροσώπους των δανειστών και με τη δαμόκλειο σπάθη πιθανών νομοθετικών παρεμβάσεων να επικρέμαται, δεν μπορεί να γίνει ένας διάλογος ουσιαστικός που μπορεί να αναιρεθεί όχι από τα μέρη που συνομολογούν, αλλά από εξωγενείς παράγοντες.
Κι επειδή είμαστε
γνώστες όλων των συζητήσεων και των πιέσεων που ασκούνται, ζήτησα να τοποθετηθούν και οι εργοδοτικές οργανώσεις με απόλυτη σαφήνεια σ΄ένα θέμα μείζον που γεννήθηκε απ΄τις διαρροές κειμένων είτε της Τρόικα, είτε του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αφορά στην επενέργεια των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που είναι μια βασική αρχή του δικαίου και δεν πρέπει επ΄ουδενί να καταργηθεί γιατί τότε δεν θα υπάρχει εργατικό δίκαιο και πλαίσιο συλλογικής διαπραγμάτευσης στη χώρα.Με την ευκαιρία αυτή και επειδή ακούω, παρά τις διαβεβαιώσεις των αρχηγών των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων που στηρίζουν την Κυβέρνηση, ότι τα ζητήματα τα οποία συζητάμε δεν λύνονται με νομοθετικές παρεμβάσεις, για να μην πουν κάποιοι ότι δεν το διαβάσανε, το λέω δυνατά, ελπίζω να ακούνε, να μην διανοηθούν ούτε οι βουλευτές να στέρξουν να δεχτούν νομοθετικές παρεμβάσεις όταν δεν υπάρχει συμφωνία εργαζόμενων και εργοδοτών. Επαναλαμβάνω: μην πουν ότι δεν το διάβασαν. Το λέμε με στεντόρεια φωνή.
Η συζήτηση έγινε σε ένα κλίμα που θέλω να σας το περιγράψω. Να μην προχωρήσει κι άλλο η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που αποτελεί τη συνταγή της Τρόικα και εφαρμόζει η Κυβέρνηση. Να μην υποτιμηθεί κι άλλο η αξία της μισθωτής εργασίας.
Κατετέθησαν προτάσεις. Σε κάποιες συμφωνήσαμε, σε κάποιες διαφωνήσαμε. Η προστασία της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, γιατί αυτό διαπραγματεύονται οι τριτοβάθμιες οργανώσεις, δεν διαπραγματεύονται τη Σύμβαση στα Άνω Τζούτζουλα, δεν επιδέχεται παρεμβάσεις σε όλο το πλέγμα που τη συγκροτεί και δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση για να υπάρχει θετική στάση των συνομιλητών στα ζητήματα που προανέφερε κι ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, δηλαδή να μην πειραχτεί ο 13ος και ο 14ος μισθός.
Εξηγήσαμε απ΄τη μεριά μας, και γι΄αυτό είπα ότι ήταν σε καλό πνεύμα, και στις εργοδοτικές οργανώσεις ότι κατά τη γνώμη μας το μισθολογικό κόστος εργασίας είναι ο τελευταίος και ασήμαντος παράγοντας που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αυτό το δείχνουν όλες οι μελέτες των διεθνών οργανισμών, μηδέ της Κομισιόν εξαιρουμένης. Γι΄αυτό είδατε ότι τώρα βάζουν μπροστά τον μπαμπούλα του ΔΝΤ να στέλνει τα κείμενα, γιατί στην Τρόικα λειτουργεί ως φερετζές. Κρύβονται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κρύβεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πίσω από τον «φερετζέ» του ΔΝΤ.
Έχει αξία αυτή η αναγνώριση απ΄όλους. Γιατί; Γιατί επιχείρησε η Τρόικα και μεσολάβησε η Κυβέρνηση να βάλει πρώτα το μισθολογικό κόστος ενώ είναι τελευταίο στην κατάταξη. Προτείναμε να το γυρίσουμε ανάποδα. Να μπει, δηλαδή, στην πραγματική του θέση το πρόβλημα για να μιλήσουμε ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής επιχείρησης και της ελληνικής οικονομίας.
Οι επικεφαλείς των ινστιτούτων μας μαζί με επιστημονικούς συνεργάτες θα μας ετοιμάσουν στα πλαίσια συζητήσεων που έχουμε κάνει, αναλυτικές προτάσεις πάνω σε ζητήματα που δεν αφορούν - και δεν υπάρχει λόγος να το συζητήσουμε - την ΕΓΣΣΕ (τις αυξήσεις, το μισθολογικό κόστος, τον 13ο και 14ο μισθό). Να μας φέρουν επεξεργασμένες προτάσεις μόνο και αποκλειστικά σε ζητήματα μη μισθολογικού κόστους και ζητήματα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, όπου εκεί είναι τεράστια η ευθύνη των κυβερνήσεων διαχρονικά και της παρούσας, γιατί λέει πολλά λόγια και δεν κάνει αυτά που πρέπει να κάνει.
Γι΄αυτό είπαμε ότι εμείς θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας την άλλη βδομάδα επ΄ αυτών των ζητημάτων, θα έχουμε τα πρώτα στοιχεία από τα Ινστιτούτα μας και θα μετατρέψουμε τον διμερή διάλογο σε τριμερή, θα καλέσουμε και την Κυβέρνηση για να αναλάβει τις ευθύνες της.
Γιατί στην Ελλάδα έχουμε το εξής πράγμα: θέλουν πολλές φορές να μας συγκρίνουν με την Ευρώπη. Όμως, ότι κι αν συμφωνήσουμε κι έχουμε συμφωνήσει στο παρελθόν πράγματα, εργοδοτικές οργανώσεις και ΓΣΕΕ, η Κυβέρνηση δεν τα νομοθετεί.
Θα πρέπει λοιπόν να κάτσει στο τραπέζι, να αναλάβει τις ευθύνες της, να καθαρίσει το περιβάλλον και να συζητήσουμε σε ζητήματα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας γιατί είναι σαφής η άποψή μας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας λόγω του κόστους εργασίας και γι΄αυτό δεν δεχόμεθα «παγώματα» και παρεμβάσεις στην Εθνική Σύμβαση.
Τελειώνω μ΄αυτό. Αναφερθήκαμε σε πολλά και διάφορα ζητήματα. Δεν μπορεί να υπάρχει ασφάλεια δικαίου, ασφάλεια διαπραγμάτευσης, ασφάλεια αξιοπιστίας και των συνομιλητών, αν υπάρχει η απειλή ότι αν δεν κάνετε αυτό που σας λέμε θα νομοθετήσουμε ή θα υποχρεώσουμε την ελληνική κυβέρνηση και το κοινοβούλιο να νομοθετήσει. Έτσι, δεν γίνεται διάλογος. Έτσι βγαίνουν διατάγματα και μάλιστα δύσκολων εποχών.
Εμείς αυτή τη συζήτηση θα τη συνεχίσουμε με πολλή προσοχή, με πολλή συνέχεια και συνέπεια, ούτως ώστε να δώσουμε απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων και όχι σε φαντασιακά και ιδεοληπτικά ζητήματα που θέτουν είτε εκπρόσωποι των δανειστών είτε κυβερνώντες. Και θα έχουμε πολύ συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Απ΄ότι είδατε, ξέρω ότι οι περισσότεροι το έχετε καλύψει και αντιληφθεί, ο διάλογος γίνεται με πλήρη διαφάνεια. Απορίας άξιο είναι ότι κάποιοι που συμμετέχουν στη ΓΣΕΕ και διαδίδουν πολλά και διάφορα, έρχονται να παρεμποδίσουν διάλογο, ο οποίος είναι απόφαση της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, στην οποία μάλιστα συμμετέχουν, δεν δικαιώνονται. Σε τίποτα απ΄όλα αυτά που έλεγαν, δεν δικαιώνονται. Εμείς, επειδή είναι μέλη της Διοίκησης της ΓΣΕΕ, τους έχουμε πει να έρθουν να παρακολουθούν, να συμμετέχουν, να παρεμβαίνουν σε όλο αυτό το διάλογο. Αλήθεια, γιατί το αποφεύγουν; Δεν είναι υποχρέωσή μας να υποστηρίξουμε τα συμφέροντα των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας;
Εγώ νομίζω, και το λέω και με γνώση αλλά και με πραγματική θέληση ότι μέσα σ΄αυτές τις δυσμενέστατες συνθήκες υπερασπίζουμε την Εθνική Σύμβαση στο σύνολό της, υπερασπίζουμε ζητήματα τα οποία οι δανειστές και η Κυβέρνηση τα θέτουν εν αμφιβόλω και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε και με διάλογο και με αγώνες, εάν χρειαστεί.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου