Τα delivery boys, οι ταχυμεταφορείς που είναι γνωστότεροι ως «ντελιβεράδες», ελέω οικονομικής κρίσης... μεγάλωσαν. Τα προηγούμενα χρόνια, η συντριπτική πλειονότητα αυτών που κατέκλυζαν τους δρόμους με τα «παπάκια» μεταφέροντας φαγητό, πακέτα, έγγραφα, χρήματα και οτιδήποτε άλλο, κατόπιν παραγγελίας, ήταν ηλικίας 20-30 ετών.
Σήμερα, στην οικογένεια των «ντελιβεράδων» προστέθηκαν πολλά μέλη ηλικίας πενήντα και εξήντα χρόνων, κάποιοι ασπρομάλληδες, που έμειναν άνεργοι. Ο έως πρόσφατα αναπτυσσόμενος κλάδος των ταχυμεταφορών (με δίκυκλο ή Ι. Χ.) αριθμεί σήμερα σε όλη τη χώρα περί τους 22.000 εργαζομένους,
το 20% εκτιμάται ότι ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 40 - 60 ετών, άνθρωποι που βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας, απολύθηκαν ή έβαλαν λουκέτο» στα μαγαζιά τους και «μετρούν» ακόμα πολλά χρόνια έως ότου βγουν στη σύνταξη. Τι πιο ενδεικτικό; «Τους τελευταίους μήνες, έρχονται άνθρωποι με ακριβά αυτοκίνητα που ζητούν να δουλέψουν με το “κομμάτι” – να μεταφέρουν, δηλαδή, ένα πακέτο για 2 ευρώ κι ένα φάκελο για 0,70 έως 0,90 ευρώ», λέει στην «Κ» ο 58χρονος Γιάννης Κοκκοράκης, μέλος του ΣΕΤΤΕΑ (Σωματείο Εργαζομένων Ταχυδρομικών Ταχυμεταφορικών Επιχειρήσεων Αττικής).
Συνδικαλισμός
«Φαινόμενα όπως η ανασφάλιστη εργασία, οι απολύσεις, οι ψευδοπτωχεύσεις εταιρειών ή τα ψευδοfranchise, που δίνουν δυνατότητα σε εργοδότες να αποποιηθούν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, πληθαίνουν με πρόσχημα την οικονομική κρίση», συμπληρώνει στην «Κ» ο κ. Αποστόλης Καψάλης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Οι εργαζόμενοι στον τομέα ταχυμεταφορών, που «γεννήθηκε» πριν από περίπου 20 χρόνια, χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να οργανωθούν συνδικαλιστικά. Πρώτα εμφανίστηκαν οι... Caballeros, μια κίνηση απ’ όπου προέκυψαν δύο σωματεία, η ΣΒΕΟΔ (Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλων) και το ΣΕΤΤΕΑ. «Από το 2003 έως το 2010 επιδίωξαν τη σύναψη μιας κλαδικής σύμβασης για να εξασφαλίσουν ένα μίνιμουμ αμοιβής, κάτι που δεν κατόρθωσαν, ωστόσο, καλύπτονταν από τη συλλογική σύμβαση εργασίας για την παροχή υπηρεσιών που είχε υπογραφεί από το ΟΥΙΕ (Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος)», προσθέτει ο κ. Καψάλης, «ενώ διεκδικούσαν να ενταχθούν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα».
Η ιστορία καθενός από τους εργαζομένους μαρτυρεί την πορεία ενός κλάδου που στήθηκε «άναρχα». Δεκαεπτά χρόνια πάνω στο «παπάκι» ο 59χρονος κ. Ανδρέας –λίγο πριν από την πολυπόθητη πρόωρη σύνταξη– μετράει δέκα χρόνια ανασφάλιστος και τρία τροχαία ατυχήματα (που «κάλυψε» μόνος του). «Τα πρώτα δέκα χρόνια δούλευα με το “κομμάτι”, χωρίς ασφάλεια και χαρτιά. Κατόπιν, άρχισαν να μου βάζουν ένσημα για 5ωρο – ενώ δούλευα 12ωρο». Μόνο τα τελευταία πέντε χρόνια θεωρείται επισήμως υπάλληλος με 700 ευρώ, τα οποία εσχάτως έφθασαν τα 800. Βέβαια, τα φιλοδωρήματα ήταν παλιά ένα «δέλεαρ» για το τρέξιμο στη βροχή, το βάρος, την πίεση. «Εβγαζα 5 ευρώ σε κάθε 15 παραδόσεις – αγόραζα μ’ αυτά τον καφέ και τα τσιγάρα μου, τώρα πρέπει να κάνω 100 παραδόσεις για να βγάλω συνολικά ένα ικανοποιητικό πουρμπουάρ».
Ενα πρόβλημα στη μέση έστειλε τον κ. Λευτέρη, πατέρα δύο παιδιών, 51 ετών σήμερα, ο οποίος εργαζόταν στην οικοδομή, σε μια εταιρεία ταχυμεταφορών. «Ηταν η μόνη δουλειά που μπορούσα να βρω», λέει στην «Κ». «Hμουν, μάλιστα, τυχερός μέσα στην ατυχία μου, αφού εξαρχής προσλήφθηκα ως υπάλληλος». Ο μισθός του ήταν 550 ευρώ. «Τα βαριά πακέτα με έστειλαν τελικά στο χειρουργείο, κανονικά θα έπρεπε να αλλάξω δουλειά, αλλά αυτή τη στιγμή φαντάζει πολυτέλεια». Το χειρότερο, πάντως, στην περίπτωση του ίδιου δεν είναι μόνο η κατάσταση της υγείας του, αλλά οι συνθήκες εργασίας, που μέρα με τη μέρα γίνονται πιο ασφυκτικές. «Εχουν να μας πληρώσουν τρεις μήνες», λέει με απογοήτευση «δεν έχουμε λεφτά, μας λένε, αλλά πακέτα πάντα έχουν να μας δώσουν...».
Στην εταιρεία όπου εργάζεται δεν έχουν γίνει «επίσημες» απολύσεις, αλλά «δύο εργαζόμενοι έχουν ωθηθεί στην παραίτηση». Ωστόσο, η δουλειά αυτή καθεαυτή δεν έχει πέσει. «Η ανάγκη για γρήγορη μεταφορά παραμένει, η μείωση της ζήτησης κυμαίνεται μόλις στο 4,5%, τη στιγμή που στις ιδιωτικές ταχυδρομικές εταιρείες με δυναμικό 11.000 εργαζομένους έχουν χάσει τη δουλειά τους 1.000 εργαζόμενοι», υποστηρίζει στην «Κ» ο κ. Κώστας Στάμος, πρόεδρος της ΣΕΤΤΕΑ.
Υπαξιωματικός και διανομέας
«Εχεις ανεβάσει στον πέμπτο όροφο χωρίς ασανσέρ 5 πίτσες, 4 μακαρονάδες και 2 σακούλες με αναψυκτικά;», με ρωτάει ο 30χρονος Σπύρος, που εδώ και έξι μήνες έχασε τη δουλειά του σε συνοικιακή πιτσαρία «λόγω κρίσης». «Οι μαγαζάτορες, πια, προτιμούν να χρησιμοποιούν συγγενείς τους στη διανομή ή εργαζόμενους που είναι διαθέσιμοι όλο το 24ωρο». Ο ίδιος παράλληλα με την «κανονική» του δουλειά –υπαξιωματικός στις ενοπλες δυνάμεις– τα απογεύματα, εδώ και δέκα χρόνια, μοίραζε πίτσες. «Επρεπε να είμαι γρήγορος, για να μην κρυώσει το φαγητό». «Δούλευα 8 μ.μ.–12 μ.μ. κάθε μέρα και πληρωνόμουν 4,30 ευρώ την ώρα συν τα φιλοδωρήματα». Συνολικά, συγκέντρωνε 500 με 600 ευρώ μηνιαίως, τα οποία «τσόνταρε» για να πληρώνει το στεγαστικό του δάνειο. Τον Αύγουστο, ο ιδιοκτήτης της πιτσαρίας απέλυσε τον Σπύρο, όπως και άλλους επτά συναδέλφους του – «εγώ ήμουν ο μικρότερος, όλοι οι άλλοι έχουν παιδιά και σκυλιά». Χάνοντας τα χρήματα της δεύτερης δουλειάς, ο Σπύρος νοίκιασε το σπίτι που είχε αγοράσει και μένει πια στο στρατόπεδο, γιατί «η δόση από μόνη της είναι 900 ευρώ»
Δεν περιόρισαν, όμως, μόνο τα συνοικιακά εστιατόρια τη διανομή φαγητού. Δημοφιλές κατάστημα στα νότια προάστια διέθετε πριν από δύο χρόνια δέκα «παπάκια» για delivery, ενώ σήμερα μόλις τέσσερα. Πολλά ταχυφαγεία, δε, προτρέπουν τους πελάτες να παραλαμβάνουν οι ίδιοι το πακέτο από το κατάστημα κάνοντας «γενναία» έκπτωση.
Σήμερα, στην οικογένεια των «ντελιβεράδων» προστέθηκαν πολλά μέλη ηλικίας πενήντα και εξήντα χρόνων, κάποιοι ασπρομάλληδες, που έμειναν άνεργοι. Ο έως πρόσφατα αναπτυσσόμενος κλάδος των ταχυμεταφορών (με δίκυκλο ή Ι. Χ.) αριθμεί σήμερα σε όλη τη χώρα περί τους 22.000 εργαζομένους,
το 20% εκτιμάται ότι ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 40 - 60 ετών, άνθρωποι που βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας, απολύθηκαν ή έβαλαν λουκέτο» στα μαγαζιά τους και «μετρούν» ακόμα πολλά χρόνια έως ότου βγουν στη σύνταξη. Τι πιο ενδεικτικό; «Τους τελευταίους μήνες, έρχονται άνθρωποι με ακριβά αυτοκίνητα που ζητούν να δουλέψουν με το “κομμάτι” – να μεταφέρουν, δηλαδή, ένα πακέτο για 2 ευρώ κι ένα φάκελο για 0,70 έως 0,90 ευρώ», λέει στην «Κ» ο 58χρονος Γιάννης Κοκκοράκης, μέλος του ΣΕΤΤΕΑ (Σωματείο Εργαζομένων Ταχυδρομικών Ταχυμεταφορικών Επιχειρήσεων Αττικής).
Συνδικαλισμός
«Φαινόμενα όπως η ανασφάλιστη εργασία, οι απολύσεις, οι ψευδοπτωχεύσεις εταιρειών ή τα ψευδοfranchise, που δίνουν δυνατότητα σε εργοδότες να αποποιηθούν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, πληθαίνουν με πρόσχημα την οικονομική κρίση», συμπληρώνει στην «Κ» ο κ. Αποστόλης Καψάλης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Οι εργαζόμενοι στον τομέα ταχυμεταφορών, που «γεννήθηκε» πριν από περίπου 20 χρόνια, χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να οργανωθούν συνδικαλιστικά. Πρώτα εμφανίστηκαν οι... Caballeros, μια κίνηση απ’ όπου προέκυψαν δύο σωματεία, η ΣΒΕΟΔ (Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλων) και το ΣΕΤΤΕΑ. «Από το 2003 έως το 2010 επιδίωξαν τη σύναψη μιας κλαδικής σύμβασης για να εξασφαλίσουν ένα μίνιμουμ αμοιβής, κάτι που δεν κατόρθωσαν, ωστόσο, καλύπτονταν από τη συλλογική σύμβαση εργασίας για την παροχή υπηρεσιών που είχε υπογραφεί από το ΟΥΙΕ (Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος)», προσθέτει ο κ. Καψάλης, «ενώ διεκδικούσαν να ενταχθούν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα».
Η ιστορία καθενός από τους εργαζομένους μαρτυρεί την πορεία ενός κλάδου που στήθηκε «άναρχα». Δεκαεπτά χρόνια πάνω στο «παπάκι» ο 59χρονος κ. Ανδρέας –λίγο πριν από την πολυπόθητη πρόωρη σύνταξη– μετράει δέκα χρόνια ανασφάλιστος και τρία τροχαία ατυχήματα (που «κάλυψε» μόνος του). «Τα πρώτα δέκα χρόνια δούλευα με το “κομμάτι”, χωρίς ασφάλεια και χαρτιά. Κατόπιν, άρχισαν να μου βάζουν ένσημα για 5ωρο – ενώ δούλευα 12ωρο». Μόνο τα τελευταία πέντε χρόνια θεωρείται επισήμως υπάλληλος με 700 ευρώ, τα οποία εσχάτως έφθασαν τα 800. Βέβαια, τα φιλοδωρήματα ήταν παλιά ένα «δέλεαρ» για το τρέξιμο στη βροχή, το βάρος, την πίεση. «Εβγαζα 5 ευρώ σε κάθε 15 παραδόσεις – αγόραζα μ’ αυτά τον καφέ και τα τσιγάρα μου, τώρα πρέπει να κάνω 100 παραδόσεις για να βγάλω συνολικά ένα ικανοποιητικό πουρμπουάρ».
Ενα πρόβλημα στη μέση έστειλε τον κ. Λευτέρη, πατέρα δύο παιδιών, 51 ετών σήμερα, ο οποίος εργαζόταν στην οικοδομή, σε μια εταιρεία ταχυμεταφορών. «Ηταν η μόνη δουλειά που μπορούσα να βρω», λέει στην «Κ». «Hμουν, μάλιστα, τυχερός μέσα στην ατυχία μου, αφού εξαρχής προσλήφθηκα ως υπάλληλος». Ο μισθός του ήταν 550 ευρώ. «Τα βαριά πακέτα με έστειλαν τελικά στο χειρουργείο, κανονικά θα έπρεπε να αλλάξω δουλειά, αλλά αυτή τη στιγμή φαντάζει πολυτέλεια». Το χειρότερο, πάντως, στην περίπτωση του ίδιου δεν είναι μόνο η κατάσταση της υγείας του, αλλά οι συνθήκες εργασίας, που μέρα με τη μέρα γίνονται πιο ασφυκτικές. «Εχουν να μας πληρώσουν τρεις μήνες», λέει με απογοήτευση «δεν έχουμε λεφτά, μας λένε, αλλά πακέτα πάντα έχουν να μας δώσουν...».
Στην εταιρεία όπου εργάζεται δεν έχουν γίνει «επίσημες» απολύσεις, αλλά «δύο εργαζόμενοι έχουν ωθηθεί στην παραίτηση». Ωστόσο, η δουλειά αυτή καθεαυτή δεν έχει πέσει. «Η ανάγκη για γρήγορη μεταφορά παραμένει, η μείωση της ζήτησης κυμαίνεται μόλις στο 4,5%, τη στιγμή που στις ιδιωτικές ταχυδρομικές εταιρείες με δυναμικό 11.000 εργαζομένους έχουν χάσει τη δουλειά τους 1.000 εργαζόμενοι», υποστηρίζει στην «Κ» ο κ. Κώστας Στάμος, πρόεδρος της ΣΕΤΤΕΑ.
Υπαξιωματικός και διανομέας
«Εχεις ανεβάσει στον πέμπτο όροφο χωρίς ασανσέρ 5 πίτσες, 4 μακαρονάδες και 2 σακούλες με αναψυκτικά;», με ρωτάει ο 30χρονος Σπύρος, που εδώ και έξι μήνες έχασε τη δουλειά του σε συνοικιακή πιτσαρία «λόγω κρίσης». «Οι μαγαζάτορες, πια, προτιμούν να χρησιμοποιούν συγγενείς τους στη διανομή ή εργαζόμενους που είναι διαθέσιμοι όλο το 24ωρο». Ο ίδιος παράλληλα με την «κανονική» του δουλειά –υπαξιωματικός στις ενοπλες δυνάμεις– τα απογεύματα, εδώ και δέκα χρόνια, μοίραζε πίτσες. «Επρεπε να είμαι γρήγορος, για να μην κρυώσει το φαγητό». «Δούλευα 8 μ.μ.–12 μ.μ. κάθε μέρα και πληρωνόμουν 4,30 ευρώ την ώρα συν τα φιλοδωρήματα». Συνολικά, συγκέντρωνε 500 με 600 ευρώ μηνιαίως, τα οποία «τσόνταρε» για να πληρώνει το στεγαστικό του δάνειο. Τον Αύγουστο, ο ιδιοκτήτης της πιτσαρίας απέλυσε τον Σπύρο, όπως και άλλους επτά συναδέλφους του – «εγώ ήμουν ο μικρότερος, όλοι οι άλλοι έχουν παιδιά και σκυλιά». Χάνοντας τα χρήματα της δεύτερης δουλειάς, ο Σπύρος νοίκιασε το σπίτι που είχε αγοράσει και μένει πια στο στρατόπεδο, γιατί «η δόση από μόνη της είναι 900 ευρώ»
Δεν περιόρισαν, όμως, μόνο τα συνοικιακά εστιατόρια τη διανομή φαγητού. Δημοφιλές κατάστημα στα νότια προάστια διέθετε πριν από δύο χρόνια δέκα «παπάκια» για delivery, ενώ σήμερα μόλις τέσσερα. Πολλά ταχυφαγεία, δε, προτρέπουν τους πελάτες να παραλαμβάνουν οι ίδιοι το πακέτο από το κατάστημα κάνοντας «γενναία» έκπτωση.
Πηγή: "Καθημερινή" 3/4/11 αποσπάσματα από κείμενο της Ιωαννας Φωτιαδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου